-
1 περι-τίλλω
περι-τίλλω, ringsum beraufen, berupfen, Her. 3, 32, περιτῖλαι u. περιτετιλμένη ἡ ϑρίδαξ, u. Sp., wie Luc. de merc. cond. 33.
-
2 περιτίλλω
περι-τίλλω, ringsum beraufen, berupfen -
3 περιτιλλω
ощипывать, обрывать(θρίδακα Her.)
περιτετιλμένος τὰ πτερά Luc. — с ощипанными перьями, кругом ощипанный
См. также в других словарях:
περιτίλλω — Α 1. μαδώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα, εντελώς 2. βγάζω, παρατίλλω* 3. φρ. «περιτίλλω θρίδακα» αφαιρώ τα εξωτερικά φύλλα μαρουλιού, τό καθαρίζω (Ηρόδ.) 4. (το παθ. με μτφ. σημ.) φρ. «περιτίλλομαι τά πτερά» χάνω την εξουσία μου, (Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek