-
1 περιτιλλω
ощипывать, обрывать(θρίδακα Her.)
περιτετιλμένος τὰ πτερά Luc. — с ощипанными перьями, кругом ощипанный
См. также в других словарях:
περιτίλλω — Α 1. μαδώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα, εντελώς 2. βγάζω, παρατίλλω* 3. φρ. «περιτίλλω θρίδακα» αφαιρώ τα εξωτερικά φύλλα μαρουλιού, τό καθαρίζω (Ηρόδ.) 4. (το παθ. με μτφ. σημ.) φρ. «περιτίλλομαι τά πτερά» χάνω την εξουσία μου, (Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek