Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περι-στρέφω

  • 1 στρέφω

    (αόρ. έστρεψα, παθ. αόρ. εστράφην;
    μετ χ. πρκ. (ε)στραμμένος) 1. μετ. 1) крутить; вертеть, вращать; поворачивать; 2) завинчивать, закручивать; 3) поворачивать, заворачивать, сворачивать (в сторону); 4) поворачивать, оборачивать; обращать;

    στρέφω τα βλέμματα μου προς κάποιον (κάτι) — обращать взоры на кого-л. (на что-л.);

    στρέφω τό πρόσωπο — оборачивать лицо;

    στρέφω τα πυρά — направлять огонь;

    στρέφω την προσοχή μου σε ( — или προς)... — обращать внимание на...;

    στρέφω τα νώτα σε κάποιον — повернуться спиной к кому-л.;

    2. αμετ.
    1) крутиться; вертеться, вращаться; 2) поворачивать (куда-л.);

    στρέφ προς τα δεξιά (τα αριστερά) — поворачивать направо (налево);

    στρέφομαι

    1) — крутиться, вертеться, вращаться;

    στρέφομαι περί τον άξονα μου — вращаться вокруг своей оси;

    2) поворачиваться, оборачиваться (тж. перен); быть обращённым, направленным;
    εστράφη προς το μέρος μας он повернулся к нам;

    στρέφομαι κατά τού νόμου — быть направленным против закона;

    στρέφομαι εναντίον κάποιου — выступать против кого-л., относиться недоброжелательно к кому-л.;

    § ο λόγος εστράφη περί... речь зашла о...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρέφω

  • 2 περιστρεφω

        1) вращать, вертеть
        

    ἔρριψε χειρὴ περιστρέψας Hom. (Зевс) швырнул (Ату), размахнувшись рукой

        2) поворачивать
        

    (τράχηλον εἰς τοὐπίσω Arst.; ἵππον Plut.)

        περιστρεφόμενος Plat. — оборачиваясь (обернувшись);
        περιεστράφθαι εἴς τι Plat.прийти к чему-л., коснуться какого-л. вопроса ( о теме разговора)

        3) (v. l. περιτρέφομαι) перемешивать, размешивать
        4) скручивать назад
        

    (τὼ χεῖρε Lys.)

        5) опрокидывать
        

    (τὸ ἀγγεῖον Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > περιστρεφω

См. также в других словарях:

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • ευπερίστροφος — εὐπερίστροφος, ον (Μ) 1. αυτός που κάνει πολλές περιστροφές, που περιστρέφεται εύκολα, ο ευέλικτος, ο ευκίνητος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπερίστροφον η ευελιξία, η ευλυγισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί στροφος (< περι στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • περιστρωφώ — άω, Α 1. στρέφω γύρω από κάτι ή στρέφω εδώ κι εκεί, περιφέρω 2. (αμτβ.) στρέφομαι γύρω από κάτι ή στρέφομαι εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 3. μέσ. περιστρωφοῡμαι, έομαι πηγαίνω εδώ κι εκεί προς ὁλες τις κατευθύνσεις, τριγυρίζω, περιέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • περιλήσαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «περι[σ]τρέψαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί περι ειλήσαι (< περι * + εἰλῶ / εἴλω «πιέζω, στρέφω»)] …   Dictionary of Greek

  • ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»