-
1 στρέφω
(αόρ. έστρεψα, παθ. αόρ. εστράφην;μετ χ. πρκ. (ε)στραμμένος) 1. μετ. 1) крутить; вертеть, вращать; поворачивать; 2) завинчивать, закручивать; 3) поворачивать, заворачивать, сворачивать (в сторону); 4) поворачивать, оборачивать; обращать;στρέφω τα βλέμματα μου προς κάποιον (κάτι) — обращать взоры на кого-л. (на что-л.);
στρέφω τό πρόσωπο — оборачивать лицо;
στρέφω τα πυρά — направлять огонь;
στρέφω την προσοχή μου σε ( — или προς)... — обращать внимание на...;
στρέφω τα νώτα σε κάποιον — повернуться спиной к кому-л.;
2. αμετ.1) крутиться; вертеться, вращаться; 2) поворачивать (куда-л.);στρέφ προς τα δεξιά (τα αριστερά) — поворачивать направо (налево);
1) — крутиться, вертеться, вращаться;στρέφομαι
στρέφομαι περί τον άξονα μου — вращаться вокруг своей оси;
2) поворачиваться, оборачиваться (тж. перен); быть обращённым, направленным;εστράφη προς το μέρος μας он повернулся к нам;στρέφομαι κατά τού νόμου — быть направленным против закона;
στρέφομαι εναντίον κάποιου — выступать против кого-л., относиться недоброжелательно к кому-л.;
§ ο λόγος εστράφη περί... речь зашла о...
См. также в других словарях:
στρέφ' — στρέφε , στρέφω Aër. pres imperat act 2nd sg στρέφε , στρέφω Aër. imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek