Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περι-πορεύομαι

  • 1 περι-πορεύομαι

    περι-πορεύομαι, herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > περι-πορεύομαι

  • 2 ἐκ-περι-πορεύομαι

    ἐκ-περι-πορεύομαι, ganz umreisen, LXX.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐκ-περι-πορεύομαι

  • 3 περιπορεύομαι

    περι-πορεύομαι, herumreisen, umhergehen; bereisen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > περιπορεύομαι

  • 4 περιπορευομαι

        1) ходить всюду, странствовать, блуждать Plat.
        2) обходить, объезжать
        

    (τοὺς ναούς, τέν πόλιν κύκλῳ Polyb.)

    Древнегреческо-русский словарь > περιπορευομαι

  • 5 ἐκπεριπορεύομαι

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐκπεριπορεύομαι

  • 6 ἔρχομαι

    ἔρχομαι Il.13.256, etc. ([voice] Act. ἔρχω as barbarism, Tim.Pers. 167): [tense] impf.
    A

    ἠρχόμην Hp.Epid.7.59

    , Arat.102, ([etym.] δι-) Pi.O.9.93 ; freq. in later Prose, LXXGe.48.7, Ev.Marc.1.45, Luc.Jud.Voc.4, Paus.5.8.5, etc.; in [dialect] Att. rare even in compds.,

    ἐπ-ηρχόμην Th.4.120

    (perh. fr. ἐπάρχομαι), προς- ib. 121 (perh. fr. προσάρχομαι),

    περι- Ar.Th. 504

    cod.: from ἐλυθ- (cf. ἐλεύθω ) come [tense] fut. ἐλεύσομαι, Hom., [dialect] Ion., Trag. (A. Pr. 854, Supp. 522, S.OC 1206, Tr. 595), in [dialect] Att. Prose only in Lys.22.11, freq. later, D.H.3.15, etc.: [tense] aor., [dialect] Ep. and Lyr.

    ἤλῠθον Il.1.152

    , Pi.P.3.99, etc., used by E. (not A. or S.) in dialogue (Rh.660,El. 598,Tr.374, cf. Neophr.1.1); but ἦλθον is more freq. even in Hom., and is the only form used in obl. moods, ἐλθέ, ἔλθω, ἔλθοιμι, ἐλθεῖν, ἐλθών; [dialect] Ep. inf. ἐλθέμεναι, -έμεν, Il.1.151, 15.146 (indic. never ἐλυθ- unaugmented unless

    ἐξ-ελύθη Il.5.293

    has replaced ἐξ-έλυθε); [dialect] Dor.

    ἦνθον Epich.180

    , Sophr.144, Theoc.2.118; imper.

    ἐνθέ Aristonous 1.9

    ; part.

    ἐνθών IG9(1).867

    (Corc., vi B.C.), ([etym.] κατ-) Schwyzer 657.4 (Arc., iv B.C.); subj.

    ἔνθῃ Berl.Sitzb.1927.164

    ([place name] Cyrene); [dialect] Lacon. ἔλσῃ, ἔλσοιμι, ἐλσών, Ar.Lys. 105, 118, 1081 ; later

    ἦλθα LXX2 Ki.24.7

    , Ev.Matt.25.36, BGU530.11 (i A.D.), IG14.1320, etc.; [ per.] 3pl.

    ἤλθοσαν LXX Jo.2.22

    , al., PTeb. 179 (ii B.C.), etc.;

    ἤλυθα IG14.1971

    , Nonn.D.37.424, ([etym.] ἐπ-) AP14.44: [tense] pf. ἐλήλῠθα (not in Hom.) A.Pr. 943, etc.; sync. pl. ἐλήλῠμεν, -υτε, Cratin.235, Achae.24,43 ; [dialect] Ep. εἰλήλουθα, whence I pl.

    εἰλήλουθμεν Il.9.49

    , Od.3.81, part.

    εἰληλουθώς 19.28

    , 20.360 ; once

    ἐληλουθώς Il.15.81

    , part.

    κατ-εληλευθυῖα Berl.Sitzb. 1927.166

    ([place name] Cyrene); Cret. [tense] pf. inf. ἀμφ-εληλεύθεν, v. ἀμφέρχομαι: [dialect] Boeot. [tense] pf.

    διεσς-είλθεικε Schwyzer 485.2

    (Thesp., iii B.C.), part. κατηνθηκότι ib.657.39 (Arc., iv B.C.): [tense] plpf.

    ἐληλύθειν Ar.Eq. 1306

    ; [dialect] Ion.

    ἐληλύθεε Hdt.5.98

    ; [dialect] Ep.

    εἰληλούθει Il.4.520

    ,

    εἰληλούθειν Call.Fr. 532

    .—In [dialect] Att. the obl. moods of [tense] pres., as well as the [tense] impf. and [tense] fut. were replaced by forms of εἶμι ibo (q.v.): in LXX and Hellenistic Greek the place of the compounds, esp. ἐξ-, εἰς-έρχομαι, is commonly taken by ἐκ-, εἰς-πορεύομαι, etc., the [tense] fut., [tense] aor., and [tense] pf. being supplied as before by ἐλυθ- ([etym.] ἐλθ-):
    I start, set out, ἦ μέν μοι μάλα πολλὰ..Λυκάων ἐρχομένῳ ἐπέτελλε when I was setting out, Il.5.198, cf. 150 ; τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς a ship was just starting, Od. 14.334 ; ἐς πλόον ἐρχομένοις (v.l. ἀρχ-) Pi.P.1.34.
    2 walk,=

    περιπατέω, χαμαὶ ἐρχομένων ἀνθρώπων Il.5.442

    ; σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται walking in justice, Pi.P.5.14 : the two foreg. rare signfs. belong only to the [tense] pres. ἔρχομαι.
    II (much more freq.) come or go (the latter esp. in [dialect] Ep. and Lyr.), ἦλθες thou art come, Od.16.461, etc.; χαίροισ' ἔρχεο go and fare thee well, Sapph.Supp.23.7, cf. Il.9.43, Od.10.320, 1.281 ;

    ἀγγελίην στρατοῦ.. ἐρχομένοιο 2.30

    , cf. 10.267 ; πάλιν ἐλθέμεν, αὖτε εἰλήλουθα, 19.533, 549 ; οἶκον ἐλεύσεται ib. 313 ;

    οἴκαδε 5.220

    ;

    ἐς οἴκους A.Pers. 833

    : as a hortatory exclamation,

    ἀλλ' ἔρχευ, λέκτρονδ' ἴομεν Od.23.254

    , cf. 17.529.
    III c. acc. cogn., ὁδὸν ἐλθέμεναι to go a journey, Il.1.151 ;

    ἄλλην ὁδόν, ἄλλα κέλευθα ἤλθομεν Od.9.262

    ;

    τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς 3.316

    : freq. in Trag., A.Pr. 962, Th. 714 (also

    κατὰ τὴν αὐτὴν ὁδόν Pl.Lg. 707d

    ); νόστιμον ἐλθεῖν πόδα (v.l. δόμον) E.Alc. 1153 ; ἀγγε- λίην, ἐξεσίην ἐλθεῖν, go on an embassy, Il.11.140, Od.21.20.
    2 c. acc. loci, come to, arrive at, rare in Hom.,

    Ἀΐδαο δόμους ἔρχεαι Il. 22.483

    ;

    ἔρχεσθον κλισίην 1.322

    : freq. in later Poets, Pi.P.4.52, S. Tr. 259, etc. ; traverse,

    ὁ ἥλιος ἔρχεται τῆς Λιβύης τὰ ἄνω Hdt.2.24

    : c. acc. pers., αῐ κέν τι νέκυς (acc. pl.)

    ῂσχυμμένος ἔλθῃ Il.18.180

    ;

    σὲ δ', ὦ τέκνον, τόδ' ἐλήλυθεν πᾶν κράτος S.Ph. 141

    (lyr.).
    3 c. gen. loci, ἔρχονται πεδίοιο through or across the plain, Il.2.801 ; but also, from a place,

    γῆς τινος S.OC 572

    .
    4 c. dat. pers., come to, i.e. come to aid or relieve one, rare in Hom., Od.16.453 ; freq. later, Pi.O.1.100, Th.1.13. etc. ;

    ἀποροῦντι αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν Pl.Prt. 321c

    ; also in hostile sense,

    ἔρχομαί σοι Apoc.2.5

    .
    IV c. [tense] fut. part., to denote the object, ἔρχομαι ἔγχος οίσόμενος I go to fetch.., Il.13.256 ;

    ἔρχομαι ὀψομένη 14.301

    : freq. in Trag.,

    μαρτυρήσων ἦλθον A.Eu. 576

    ;

    ἐκσώσων E.Med. 1303

    .
    2 in Hdt. like an auxiliary Verb, ἔρχομαι ἐρέων, φράσων, I am going to tell, 1.5,3.6, al. ;

    σημανέων 4.99

    ;

    μηκυνέων 2.35

    : rare in [dialect] Att., ἔ. κατηγορήσων, ἀποθανούμενος, Pl.Euthphr.2c, Thg. 129a ; ἔρχομαι ἐπιχειρῶν -σοι ἐπιδείξασθαι, for ἔ. σοι ἐπιδειξόμενος, Id.Phd. 100b ;

    οὐ τοῦτο λέξων ἔρχομαι, ὡς.. X.Ages.2.7

    .
    3 c. part. [tense] pres., [tense] aor., or [tense] pf., in Hom., to show the manner of moving, ἄγγελος ἦλθε θέουσα she came running, Il.11.715, al. ; μὴ πεφοβημένος ἔλθῃς lest thou come thither in full flight,10.510 ; ἦλθε φθάμενος he came first,23.779 ;

    κεχαρισμένος ἔλθυι Od.2.54

    .
    4 aor, part. ἐλθών added to Verbs, οὐ δύναμαι..μάχεσθαι ἐλθών go and fight, Il.16.521 ; κάθηρον ἐλθών come and cleanse, ib. 668 ;

    λέγοιμ' ἂν ἐλθών A.Supp. 928

    ;

    δρᾶ νυν τάδ' ἐλθών S.Ant. 1107

    .
    V of any kind of motion, ἐξ ἁλὸς ἐλθεῖν to rise out of the sea, Od.4.448, al. ; ἐπὶ πόντον to go over it, 2.265 ; with qualifying phrase, πόδεσσιν ἔ. to go on foot, 6.40 (but πεζὸς εἰλήλουθα have come as a foot-soldier, Il. 5.204) ; of birds, 17.755, etc. ; of ships, 15.549, Od.14.334 ; of spears or javelins, freq. in Il. ; of natural phenomena, as rivers, 5.91 ; wind and storm, 9.6, Od.12.288 ; clouds, Il.4.276,16.364 ; stars, rise, Od. 13.94 ; time,

    είς ὅ κεν ἔλθῃ νύξ Il.14.77

    , cf. 24.351 ;

    ἐπὴν ἔλθῃσι θέρος Od.11.192

    ;

    ἔτος ἦλθε 1.16

    ; of events and conditions,

    είς ὅ κε γῆρας ἔλθῃ καὶ θάνατος 13.59

    , cf. 11.135 ; of feelings, go,

    ἦ κέ μοι αίνὸν ἀπὸ πραπίδων ἄχος ἔλθοι Il.22.43

    ;

    ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος 24.514

    ; of sounds, etc.,

    τὸν..περὶ φρένας ἤλυθ' ίωή 10.139

    ;

    Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Od.9.362

    ; without φρένας, περὶ δέ σφεας ἤλυθ' ι>ωή 17.261, cf. 16.6 ; of battle,

    ὁμόσ' ἦλθε μάχη Il.13.337

    ; of things sent or taken,

    ὄφρα κε δῶρα ἐκ κλισίης ἔλθῃσι 19.191

    , cf. 1.120 ; so later, esp. of danger or evil, c. dat.,

    εἰ πάλιν ἔλθοι τῇ Ἑλλάδι κίνδυνος ὑπὸ βαρβάρων X.HG6.5.43

    ;

    ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸς βέλος A.Pr. 360

    ;

    μηδ' ὑπ' ἀνάγκας γάμος ἔλθοι Id.Supp. 1032

    (lyr.), cf.Pers. 436 ; of reports, commands, etc., Id.Pr. 663, Th.8.19 ; τοῖς Ἀθηναίοις ὡς ἦλθε τὰ γεγενημένα came to their ears, ib.96 ; τὰ ἐρχόμενα ἐπ' αὐτόν that which was about to happen to him, Ev.Jo.18.4 ; of property, which comes or passes to a person by bequest, conveyance, gift, etc.,

    τὰ ἐληλυθότα εἴς με ἀπὸ κληρονομίας BGU919.7

    (ii A. D.) ; ἐ. εἴς τινα ἀπὸ παραχωρήσεως, κατὰ δωρεάν, PLond.3.1164e6 (iii A. D.), PMasp.96.22 (vi A. D.) : —Geom., pass, fall, ἔ. ἐπὶ τὸ αὐτὸ σαμεῖον pass through the same point, Archim.Aequil.1.15 ; ὅπου ἂν ἔρχηται τὸ ἕτερον σαμεῖον wherever the other point falls, ib.2.10.
    BPost-Homeric phrases:
    1 ἐς λόγους ἔρχεσθαί τινι come to speech with, Hdt.6.86.α', S.OC 1164 codd. ; so

    ἐς ὄψιν τινὶ ἐλθεῖν Hdt. 3.42

    .
    2 εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι (v. χείρ) ; so

    ἐς μάχην ἐλθεῖν τινι Id.7.9

    .

    γ ; είς ὸργάς τισιν Pl.R. 572a

    .
    3 ἐπὶ μεῖζον ἔ. increase, S.Ph. 259 ;

    ἐπὶ μηδέν Id.Fr.871.8

    ,El. 1000 ; ἐπὶ πᾶν ἐλθεῖν try everything, X.An.3.1.18.
    4 ἐς τὸ δεινόν, ἐς τὰ ἀλγεινὰ ἐλθεῖν, come into danger, etc., Th.3.45,2.39 ;

    είς τοσοῦτον αίσχύνης ἐληλύθατον ὥστε.. Pl.Grg. 487b

    , etc. ;

    εἰς τὸ ἔσχατον ἀδικίας Id.R. 361d

    ; ἐπ' ἔσχατον ἐλθεῖν ἀηδίας Id Phdr. 240d ; ὅσοι ἐνταῦθα ἦλθον ἡλικίας arrived at that time of life, Id.R. 329b ; ἐς ἀσθενὲς ἔ. come to an impotent conclusion, Hdt.1.120 ; ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν to be numbered, Th.2.72 ;

    εἰς ἔρωτά τινος ἐλθεῖν Anaxil.21.6

    ;

    εἰς ἔλεγχον Philem.93.3

    , etc. ; εἰς ἑαυτὸν ἐλθεῖν come to oneself, Ev.Luc.15.17, Arr.Epict.3.1.15.
    5 παρὰ μικρὸν ἐλθεῖν c. inf., come within a little of, be near a thing, E. Heracl. 296 (anap.) ;

    παρ' ὀλίγον ἐλθεῖν Plu.Pyrrh.10

    ; παρὰ τοσοῦτον ἡ Μυτιλήνη ἦλθε κινδύνου so narrow was her escape, Th.3.49 ;

    παρ' οὐδὲν ἐλθόντες τοῦ ἀποβαλεῖν Plb.1.45.14

    ;

    παρ' οὐδὲν ἐλθ. ἀπολέσθαι Plu. Cam.8

    .
    6 with διά and gen., periphr. for a Verb, e.g. διὰ μάχης τινὶ ἐλθεῖν for

    μάχεσθαί τινι Hdt.6.9

    , E.Hel. 978, Th.4.92 ; διὰ πυρὸς ἐλθεῖν τινι rage furiously against.., E.Andr. 488 (lyr.) ; but οί διὰ πάντων τῶν καλῶν ἐληλυθότες who have gone through the whole circle of duties, have fulfilled them all, X.Cyr.1.2.15 ;

    διὰ πολλῶν κινδύνων ἐλθόντες Pl.Alc.2.142a

    .
    7 ἔ. παρὰ τὴν γυναῖκα, παρὰ Ἀρίστωνα, of sexual intercourse, go in to her, to him, Hdt.2.115,6.68 ; πρός τινα, of marriage, X.Oec.7.5.
    8

    ἔ. ἐπὶ πόλιν

    attack,

    Th.2.11

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔρχομαι

  • 7 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 8 ἀλλά

    ἀλλά (Hom.+; DELG s.v. ἄλλος; Schwyzer II 578) gener. adversative particle (orig. neut. pl. of ἄλλος, ‘otherwise’) indicating a difference with or contrast to what precedes, in the case of individual clauses as well as whole sentences
    after a negative or after μέν on the contrary, but, yet, rather
    introducing a contrast οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι Mt 5:17. οὐ πᾶς ὁ λέγων … ἀλλʼ ὁ ποιῶν 7:21. οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει Mk 5:39. οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον 9:8 (v.l. εἰ μὴ τ. Ἰ.). οὐ … σαρκὶ ἀλλὰ μόνῳ πνεύματι AcPl Ant 13 (μόνον Aa I 237, 3). οὐκ ἔστι θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων Mt 22:32; Mk 12:27; Lk 20:38. ἀλλὰ καθῶς γέγραπται Ro 15:21 introduces a statement about a procedure that contrasts with what precedes.—W. ascensive force (B-D-F §448; Rob. 1187) οὐ μόνον … ἀλλὰ καί not only …, but also (EpArist oft.; TestJob 47:2f; Jos., Bell. 3, 102; Just., A I, 5, 4): οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν Ac 21:13. οὐ μόνον σὲ ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας 26:29; cp. 27:10; Ro 1:32; 4:12, 16; 9:24; 13:5; 2 Cor 8:10, 21; 9:12; Eph 1:21; Phil 1:29; 1 Th 1:5; 2:8; Hb 12:26; 1 Pt 2:18. W. the first member shortened (cp. TestJob 35:1) οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καί not only this (is the case), but also: οὐ μόνον δέ (sc. καυχώμεθα ἐπὶ τούτῳ), ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν Ro 5:3, cp. vs. 11; 8:23; 9:10; 2 Cor 8:19.—Introducing the main point after a question expressed or implied, which has been answered in the negative οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης no; rather his name shall be John Lk 1:60. οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλὰ ἐὰν μὴ μετανοῆτε no! I tell you; rather, if you do not repent 13:3, 5; cp. 16:30; J 7:12; Ac 16:37; Ro 3:27 (TestAbr A 5 p. 82, 5; 31f [Stone p. 12]; JosAs 4:15 al.; ApcMos 6) after μὴ γένοιτο, which serves as a strong negation 3:31; 7:7, 13; cp. 1 Cor 7:21. The neg. answer is omitted as obvious: (no,) instead of that 6:6 (as a declaration). Instead of ἀ.: ἀλλʼ ἤ Lk 12:51; B 2:8. Also after a negative and ἄλλος, as in Pla., X. et al. (Kühner-G. II 284f; IG IV, 951, 76 [320 B.C.]; PPetr II, 46a, 5 [200 B.C.]; Just., A II, 4, 2 al.; in rhetorical quest. PsSol 5:12; B-D-F §448, 8): except οὐ γὰρ ἄλλα γράφομεν ὑμῖν ἀλλʼ ἢ ἃ ἀναγινώσκετε for we write you nothing (else) except what you can understand 2 Cor 1:13. This construction οὐκ ἄλλος ἀλλʼ ἤ is a combination of οὐκ ἄλλος …, ἀλλά (PTebt 104, 19 [92 B.C.] μὴ ἐξέστω Φιλίσκωνι γυναῖκα ἄλλην ἐπαγαγέσθαι, ἀλλὰ Ἀπολλωνίαν) 1 Cl 51:5, and οὐκ ἄλλος ἤ … (Ps.-Clem., Hom. 16, 20).
    within the same clause, used to contrast single words (Just., A I, 15, 7 οὐ τούς δικαίους … ἀλλὰ τούς ἀσεβεῖς, D. 48, 1): οὐ … δικαίους ἀλλʼ ἁμαρτωλούς Mt 9:13; Lk 5:32. οὐκ ἐμὲ δέχεται ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά με Mk 9:37. ἀλλʼ οὐ τί ἐγὼ θέλω ἀλλὰ τί σύ 14:36, cp. J 5:30; 6:38. ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με 7:16. οὐκ ἐγὼ ἀλλὰ ὁ κύριος 1 Cor 7:10. οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ κυρίῳ 6:13. οὐκ εἰς τὸ κρεῖσσον ἀλλὰ εἰς τὸ ἧσσον 11:17. οὐκ ἔστιν ἓν μέλος ἀλλὰ πολλά 12:14. οὐκ εἰς τὸ ἀγαθὸν ἀλλʼ εἰς τὸ πονηρόν D 5:2. οὐχ ὡς διδάσκαλος ἀλλʼ ὡς εἷς ἐξ ὑμῶν B 1:8 al. In Mt 20:23, οὐκ ἔστιν ἐμὸν τοῦτο δοῦναι, ἀλλʼ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου has been shortened from οὐκ ἐμὸν … ἀλλὰ τοῦ πατρός, ὅς δώσει οἷς ἡτοίμασται ὑπʼ αὐτοῦ.—But s. WBeck, CTM 21, ’50, 606–10 for the mng. except for Mt 20:23=Mk 10:40, and Mk 4:22, also 9:8 v.l. (for εἰ μή); D 9:5. So also B-D-F §448, 8; Mlt-Turner 330; MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 113f.—After μὲν, to indicate that a limiting phrase is to follow πάντα μὲν καθαρά, ἀλλὰ κακὸν τῷ ἀνθρώπῳ Ro 14:20. σὺ μὲν γὰρ καλῶς εὐχαριστεῖς, ἀλλʼ ὁ ἕτερος οὐκ οἰκοδομεῖται 1 Cor 14:17.—The use of ἀλλά in the Johannine lit. is noteworthy, in that the parts contrasted are not always of equal standing grammatically: οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς ἀλλʼ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός=ἀλλὰ μαρτυρῶν π. τ. φ. J 1:8; οὐκ ᾔδειν αὐτόν ἀλλʼ … ἦλθον although I did not know him, yet I came vs. 31. εἶπον [ὅτι] οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλʼ ὅτι I said, ‘I am not the Christ; rather, I was sent before him’ 3:28. οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλʼ ἵνα φανερωθῇ neither this man has sinned, nor his parents, but (he was born blind) that … might be revealed 9:3.
    when whole clauses are compared, ἀλλά can indicate a transition to someth. different or contrasted: the other side of a matter or issue, but, yet. δεῖ γὰρ γενέσθαι, ἀλλʼ οὔπω ἐστὶν τὸ τέλος Mt 24:6, cp. Lk 21:9. κεκοίμηται• ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν J 11:11, cp. vs. 15; 16:20; Lk 22:36; J 4:23; 6:36, 64; 8:37; Ac 9:6; Ro 10:18f. ἁμαρτία οὐκ ἐλλογεῖται … ἀλλὰ … sin is not charged; nevertheless … 5:13f. Introducing an objection, ἀλλὰ ἐρεῖ τις (Jos., Bell. 7, 363 and Just., A I, 7, 1 ἀλλὰ φήσει τις) probably colloq. = ‘well’, someone will say: 1 Cor 15:35; Js 2:18 (difft. DWatson, NTS 39 ’93, 94–121). Taking back or limiting a preceding statement παρένεγκε τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπʼ ἐμοῦ• ἀλλʼ οὐ τί ἐγὼ θέλω Mk 14:36. ἀλλʼ οὐχ ὡς τὸ παράπτωμα, οὔτως καὶ τὸ χάρισμα Ro 5:15. ἀλλʼ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ 1 Cor 9:12. ἀλλὰ ἕκαστος ἴδιον ἔχει χάρισμα 7:7. ἀλλὰ καὶ περὶ τούτου δὲ εἴρηται D 1:6.—In ἀλλʼ, οὐ πάντες οἱ ἐξελθόντες … ; in Hb 3:16 ἀλλʼ, in the opinion of some, seems to owe its origin solely to a misunderstanding of the preceding τίνες as τινές by an early copyist (B-D-F §448, 4), but here ἀλλά may convey strong asseveration surely (so REB). See 3 below.
    before independent clauses, to indicate that the preceding is to be regarded as a settled matter, thus forming a transition to someth. new (Just., A I, 3; 10, 1) other matter for additional consideration, but ἀλλὰ ὁ ὄχλος οὗτος … ἐπάρατοί εἰσιν but this rabble … is accursed J 7:49. ἀλλʼ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν (no, not at all!) but in all these we are more than conquerors Ro 8:37. ἀλλʼ ὅτι ἃ θύουσιν, δαιμονίοις … θύουσιν (no!) but they (the gentiles) offer what they sacrifice to inferior deities 1 Cor 10:20 (their second-rate status is Paul’s connotation). Cp. Gal 2:3 and Mt 11:7f ἀλλὰ τί ἐξήλθατε ἰδεῖν; (you could not have wanted to see that;) but what did you go out to see? Also to be explained elliptically is the ascensive ἀλλὰ καί (and not only this,) but also Lk 12:7; 16:21; 24:22; Phil 1:18 (Ath. 21, 4); negative ἀλλʼ οὐδέ Lk 23:15; Ac 19:2; 1 Cor 3:2; 4:3 (Ar. 9:1); strengthened ἀλλά γε καί indeed Lk 24:21; ἀλλὰ μὲν οὖν γε καί Phil 3:8; Hb 3:16 (s. 2 above) may well be rendered (as NEB) all those, surely, whom Moses had led out of Egypt (cp. Dio Chrys. 33, 36; 47, 3).
    for strong alternative/additional consideration
    in the apodosis of conditional sentences, yet, certainly, at least εἰ καὶ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλʼ οὐκ ἐγώ certainly I will not Mk 14:29; cp. 1 Cor 8:6; 2 Cor 4:16; 5:16; 11:6; strengthened ἀλλὰ καί: εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν …, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως (sc. σύμφυτοι) ἐσόμεθα we shall certainly be united w. him in his resurrection Ro 6:5; limited by γε (ἀλλʼ οὖν γε Just., D. 76, 6; 93, 1): εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι at least I am one to you 1 Cor 9:2 (cp. X., Cyr. 1, 3, 6; B-D-F §439, 2). ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλʼ οὐ πολλοὺς πατέρας certainly not many fathers 1 Cor 4:15.
    rhetorically ascensive: (not only this,) but rather πόσην κατειργάσατο ὑμῖν σπουδήν, ἀ. ἀπολογίαν, ἀ. ἀγανάκτησιν, ἀ. φόβον, ἀ. ἐπιπόθησιν, ἀ. ζῆλον, ἀ. ἐκδίκησιν even, yes indeed 2 Cor 7:11. On Eph 5:24 s. 5 below.
    w. an impv. to strengthen the command: now, then (Arrian, Anab. 5, 26, 4 ἀλλὰ παραμείνατε=so hold on! JosAs 13:9; ApcMos 3; SibOr 3, 624; 632; Jos., Ant. 4, 145): ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου now come and lay your hand on her Mt 9:18. ἀλλʼ εἴ τι δύνῃ, βοήθησον now help me, if you can (in any way) Mk 9:22. ἀλλὰ ὑπάγετε εἴπατε now go and tell 16:7. ἀλλὰ ἀναστὰς κατάβηθι Ac 10:20. ἀλλὰ ἀνάστηθι 26:16 (JosAs 14:11).—In same sense w. subjunctive ἀλλʼ … ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν now let us warn them not to speak any longer 4:17. ἀλλʼ ὥσπερ ἐν παντὶ περισσεύετε … ἵνα καὶ ἐν ταύτῃ τῇ χάριτι περισσεύητε 2 Cor 8:7. Unless Eph 5:24 is to be placed in 4b, it is prob. to be understood as an ellipsis, and can be expanded thus: then just as the church is subject to Christ, wives should also be subject to their husbands. Yet ἀλλά is also used to introduce an inference from what precedes: so, therefore, accordingly (e.g. Aristoph., Ach. 1189 ὁδὶ δὲ καὐτός. Ἀλλʼ ἄνοιγε τὴν θύραν=‘here he is in person. So open the door’, Birds 1718; Herodas 7, 89; Artem. 4, 27 p. 219, 22; cp. AMoorehouse, ClQ 46, ’52, 100–104 on ‘progressive’ ἀλλά as Od. 3, 388).—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀλλά

  • 9 οἶ

    οἶ, wohin, relat., dem Fragewort ποῖ entsprechend; οἴκησις, οἷ πορεύομαι, Soph. Ant. 883; τί χωρεῖς, οἷ μολὼν δώσεις δίκην, ib. 228, öfter; Eur. u. in Prosa, οἷ δὴ καὶ ἀφικέσϑαι τόν τε Σωκράτη, Plat. Parm. 127 c; οἷ χρὴ βλέπειν, worauf sehen, Legg. IV, 714 d; auch οἷπερ, Soph. El. 396; ἐμοὶ οἷπερ ἔφην ἰέναι πάλαι ὥρα, es ist Zeit, daß ich dahin gehe, wohin ich ja sagte, Plat. Prot. 362 a; Ar. Plut. 550 Ran. 200; Xen. u. A. – Oft mit dem gen. verbunden, bes. übertr., ἐπίστω γ' οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις, Soph. El. 1024, wie weit, oder bis zu welchem Punkt in der Schmach; Plat. οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος, Conv. 181 e, bis zu welchem Grade der Tugend; Sp., οἷ κινδύνου, Luc. Alex. 55.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > οἶ

  • 10 ἐκπορεύομαι

    ἐκπορεύομαι (s. πορεύομαι) impf. ἐξεπορευόμην; fut. ἐκπορεύσομαι; pf. ἐκπεπόρευμαι LXX (mid. since X.; ins, pap, LXX, En; GrBar 6:1; Just., D. 31, 2 ποταμὸς εἷλκεν ἐκπορευόμενος [Da 7:10 LXX and Theod.])
    to be in motion from one area to another, go
    abs. (UPZ 5, 11; 78, 44; BGU 1078, 4 [39 A.D.] al.) go away Ac 3:11 D. ὄχλοι ἐκπορευόμενοι crowds or people that came out Lk 3:7; go out Ac 25:4. εἰσπορεύεσθαι καὶ ἐ. go in and out 9:28 (cp. Dt 31:2; Tob 5:18; 1 Macc 3:45). Esp. of hostile spirits come out Mt 17:21; Ac 19:12.
    w. indication of the place fr. which: ἔκ τινος (Polyb. 6, 58, 4; Mi 1:3; Ezk 47:12 al.) out of the sanctuary Mk 13:1. ἐκ γῆς Αἰγύπτου B 2:7 (cp. Dt 25:17). Of a bride come out of the bridal chamber Hv 4, 2, 1. ἔξω τῆς πόλεως outside the city Mk 11:19. ἀπό τινος (Jer 5:6; Sir 42:13) from Jericho Mt 20:29; Mk 10:46. ἐκεῖθεν 6:11 (cp. 2 Km 16:5). Cp. παρά τινος proceed from someone (Ezk 33:30) of the Spirit ὸ̔ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται J 15:26.
    w. the goal indicated: εἴς τι (X., An. 5, 6, 33; Jer 6:25; Ezk 44:19) εἰς ὁδόν set out on a journey Mk 10:17. εἰς ἀφεδρῶνα 7:19 (s. ἀφεδρών). ἐ. εἰς ἀνάστασιν ζωῆς come out (of the graves) to a resurrection that brings life (opp. κρίσεως) J 5:29. ἐπί τινα to someone (cp. Zech 6:6, 8) Rv 16:14. πρός τινα to someone (Judg 9:33; Is 36:16) Mt 3:5; Mk 1:5.
    to come forth from, come/go out, proceed, in imagery, of things, words, or thoughts τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος what comes out of the mouth (cp. Pr 3:16a) Mt 15:11, cp. vs. 18; Lk 4:22; Eph 4:29. For this τὰ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενα what comes out of a pers. Mk 7:15, cp. vs. 20. ἔσωθεν ἐκ τ. καρδίας vs. 21, cp. vs. 23. ῥῆμα ἐκπορευόμενον διὰ στόματος θεοῦ (διά A1a) Mt 4:4 (Dt 8:3). Of truth ἐ. ἐκ τοῦ στόματος Hm 3:1. Of fire, lightning, etc. (Job 41:12): lightning (Ezk 1:13) Rv 4:5; fire 9:17f; 11:5; fiery locusts Hv 4, 1, 6. Of streams of water flow out (Ezk 47:1, 8, 12) ἐκ τ. θρόνου τ. θεοῦ Rv 22:1 (ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς En 14:19). Of a sword project ἐκ τ. στόματος 1:16; 19:15; ἐ. ἦχος περὶ αὐτοῦ εἰς πάντα τόπον reports about him spread into every place Lk 4:37.—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκπορεύομαι

См. также в других словарях:

  • πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …   Dictionary of Greek

  • περιέρρω — Α περιφέρομαι εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἔρρω «πορεύομαι, βαδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περινίσσομαι — Α 1. περιέρχομαι, πηγαίνω από χέρι σε χέρι («κυλίκων περινισσομένων», Ορφ.) 2. (για χρόνο) επανέρχομαι κανονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιοίχομαι — Α περιέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἴχομαι «απέρχομαι, πορεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιοιχνώ — έω, Α κάνω θόρυβο που αντηχεί τριγύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰχνῶ «πορεύομαι, περιέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… …   Dictionary of Greek

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»