-
1 περι-πέτομαι
περι-πέτομαι (s. πέτομαι), herumfliegen, v. l. Xen. An. 5, 9, 23; umfliegen, Luc. Char. 15 u. a. Sp.
-
2 περιπέτομαι
περι-πέτομαι herumfliegen, umfliegen -
3 πετάννῡμι
πετάννῡμι, fut. πετάσω, att. πετῶ, aor. ἐπέτασα, ep. πέτασσα, perf. pass. πέπταμαι, selten πεπέτασμαι, Orak. bei Her. 1, 62, ἀναπεπέτασται, Luc. somn. 29, aor. pass. ἐπετάσϑην; – ausbreiten; aus einander falten, wie Gewänder, Od. 6, 94; Segel, 5, 269, vgl. Il. 1, 480. 8, 441 Od. 1, 130; χεῖρε, beide Arme ausbreiten, bes. gegen Einen, ihn zu umarmen, od. ihn anzuflehen, Il. 4, 523. 15, 549; von Thürflügeln, sie aus einander schlagen, öffnen, πύλαι πεπταμέναι, geöffnete Thürflügel, 21, 531, vgl. 538 Od. 21, 50; übertr., ϑυμὸν πετάσαι, das Herz weit machen, es in sehnsüchtigem Verlangen schwellen, 18, 160; pass. sich nach allen Seiten hin ausbreiten, ausdehnen, αἴϑρη πέπταται ἀνέφελος, αἴγλη Ἠελίοιο πέπταται, Od. 6, 45 Il. 17, 371; sonst noch sp. D.: πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες, Opp. Cyn. 3, 106; πεπταμένον κῶας, Ap. Rh. 2, 405; Anth. – Vgl. noch πιτνάω, πίτνημι; verwandt ist pateo, auch πέτομαι, wahrscheinlich auch πίπτω.
См. также в других словарях:
περιπέτομαι — ΜΑ, περιπέταμαι Μ πετώ ολόγυρα, πετώ εδώ κι εκεί αρχ. μτφ. ενοχλώ, απασχολώ, ζαλίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πέτομαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek