-
1 περι-ουσιάζω
περι-ουσιάζω, Ueberfluß, Vermögen haben, übh. Ueberfluß haben, an Etwas, τινί, z. B. δυναστείᾳ πόλις, D. Hal. 6, 75, die große Macht hat; u. a. Sp., περιουσιάσαι εἰς τοὺς ἀναγκαίους, seinen Reichthum auf Verwandte verwenden, Phalar. epist.
-
2 περιουσιάζω
περι-ουσιάζω, Überfluß, Vermögen haben, übh. Überfluß haben; δυναστείᾳ πόλις, die große Macht hat; περιουσιάσαι εἰς τοὺς ἀναγκαίους, seinen Reichtum auf Verwandte verwenden -
3 περιουσιαζω
См. также в других словарях:
ευπεριουσίαστος — εὐπεριουσίαστος, ον (Μ) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία, ο πλούσιος σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι ουσιάζω] … Dictionary of Greek