-
1 περιουσιαζω
См. также в других словарях:
ευπεριουσίαστος — εὐπεριουσίαστος, ον (Μ) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία, ο πλούσιος σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι ουσιάζω] … Dictionary of Greek
1 περιουσιαζω
ευπεριουσίαστος — εὐπεριουσίαστος, ον (Μ) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία, ο πλούσιος σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι ουσιάζω] … Dictionary of Greek