Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

περι-καλύπτω

См. также в других словарях:

  • ευπερικάλυπτος — εὐπερικάλυπτος, ον (Α) αυτός που συγκαλύπτεται, που κρύβεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι καλύπτω] …   Dictionary of Greek

  • περιπυκάζω — Α 1. καλύπτω κάτι ολόγυρα, καλύπτω πυκνά 2. (μέσ. και παθ.) περιπυκάζομαι έχω πυκνό, παχύ κάλυμμα («περιπυκάζεσθαι τὰς τρίχας ἀμφὶ τὸ σῶμα», Κτησ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυκάζω «καλύπτω»] …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • περιδιφθερώ — όω, Μ καλύπτω γύρω γύρω με διφθέρες, με δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + διφθερῶ «καλύπτω με διφθέρες»] …   Dictionary of Greek

  • περιπτύσσω — ΝΜΑ (το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαι περιβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχα β. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι… …   Dictionary of Greek

  • περισκυτώ — όω, Α 1. περιβάλλω κάτι με δέρμα, καλύπτω με δέρμα 2. παθ. περισκυτοῡμαι, όομαι περιβάλλομαι με δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκυτῶ «καλύπτω με δέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω …   Dictionary of Greek

  • κατειρωνεύομαι — (AM κατειρωνεύομαι) μεταχειρίζομαι ειρωνεία για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, ειρωνεύομαι υπερβολικά κάποιον, σκώπτω, περιπαίζω, χλευάζω («αὐτός... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», Πλούτ.) αρχ. 1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • περιβυρσούμαι — όομαι, Α σκεπάζομαι γύρω γύρω με δέρμα, καλύπτομαι από παντού με δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βυρσοῦμαι «καλύπτω με δέρμα» (< βύρσα «δέρμα γδαρμένου ζώου»)] …   Dictionary of Greek

  • περιενδύω — Ν ντύνω γύρω γύρω με επικάλυμμα, καλύπτω απ όλες τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ενδύω «ντύνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»