Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

περι-κάρπιον

См. также в других словарях:

  • περικάρπιο — το / περικάρπιον, ΝΑ βοτ. το σύνολο τών εξωτερικών περιβλημάτων τού καρπού που προέρχονται από τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται η ωοθήκη μετά την γονιμοποίηση, η θήκη τού καρπού ή τού σπόρου, το λέπυρο νεοελλ. ανατ. το μέρος τού χεριού που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»