-
1 περι-κάρπιον
περι-κάρπιον, τό, das, was die Frucht od. den Samen umgiebt, Samenkapsel, Schale der Frucht; Arist. meteor. 4, 3; probl. 20, 25; τῶν ῥοιῶν, Alciphr. 3, 60; a. Sp. – Auch = Armband. Poll.
-
2 περικάρπιον
περι-κάρπιον, τό, das, was die Frucht od. den Samen umgibt, Samenkapsel, Schale der Frucht; Armband
См. также в других словарях:
περικάρπιο — το / περικάρπιον, ΝΑ βοτ. το σύνολο τών εξωτερικών περιβλημάτων τού καρπού που προέρχονται από τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται η ωοθήκη μετά την γονιμοποίηση, η θήκη τού καρπού ή τού σπόρου, το λέπυρο νεοελλ. ανατ. το μέρος τού χεριού που… … Dictionary of Greek