-
1 περικαρπιον
См. также в других словарях:
περικάρπιο — το / περικάρπιον, ΝΑ βοτ. το σύνολο τών εξωτερικών περιβλημάτων τού καρπού που προέρχονται από τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται η ωοθήκη μετά την γονιμοποίηση, η θήκη τού καρπού ή τού σπόρου, το λέπυρο νεοελλ. ανατ. το μέρος τού χεριού που… … Dictionary of Greek