-
1 περιδυω
-
2 ξυνεσις
- εως ἥ1) соединение, встреча, слияние(δύω ποταμῶν Hom.)
2) рассудок, здравый смысл(φρόνησίς τε καὴ ξ. Plat.)
ὅστις γε σύνεσιν ἔχοι Her. — всякий здравомыслящий человек3) благоразумие, здравость(φρενῶν Pind.; γνώμης Thuc.)
4) понятливость, сообразительность, ум Thuc., Plat., Arst.5) понимание, знание(περί τινος Thuc.)
ἥ διὰ τῆς ἱστορίας περιγινομένη σ. Diod. — даваемое исторической наукой понимание6) (нравственное) сознание, совесть Eur., Men., Polyb.7) отрасль знания, наука Arst. -
3 συνεσις
- εως ἥ1) соединение, встреча, слияние(δύω ποταμῶν Hom.)
2) рассудок, здравый смысл(φρόνησίς τε καὴ ξ. Plat.)
ὅστις γε σύνεσιν ἔχοι Her. — всякий здравомыслящий человек3) благоразумие, здравость(φρενῶν Pind.; γνώμης Thuc.)
4) понятливость, сообразительность, ум Thuc., Plat., Arst.5) понимание, знание(περί τινος Thuc.)
ἥ διὰ τῆς ἱστορίας περιγινομένη σ. Diod. — даваемое исторической наукой понимание6) (нравственное) сознание, совесть Eur., Men., Polyb.7) отрасль знания, наука Arst.
См. также в других словарях:
περιδύω — Α περιεκδύω, αφαιρώ, γυμνώνω («τῶν αὐλητρίδων τὰ ἱμάτια περιέδυεν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δύω «αφανίζω, παρακμάζω» και «ενδύομαι, περιβάλλομαι»] … Dictionary of Greek
περιδύσαντες — περιδύ̱σαντες , περί δύω 1 aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδύσαντος — περιδύ̱σαντος , περί δύω 1 aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδύσων — περιδύ̱σων , περί δύω 1 fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέδυσεν — περϊέδῡσεν , περί δύω 1 aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδυσε — περίδῡσε , περί δύω 1 aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιενδύσας — περϊενδύ̱σᾱς , περί , ἐν δύω 1 aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) περϊενδύ̱σᾱς , περί ἐνδύω go into aor part act fem acc pl περϊενδύ̱σᾱς , περί ἐνδύω go into aor part act fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Makedon (mythology) — For the Greek municipality see Makednos (municipality). Makedon, also Macedon or Makednos (Greek: Μακεδών), was the eponymous mythological ancestor of the ancient Macedonians according to various ancient Greek fragmentary narratives. In most… … Wikipedia
υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… … Dictionary of Greek