-
1 περι-αμύσσω
περι-αμύσσω, att. - ττω, rings umher, von allen Seiten ritzen, übtr., δέος τι περιαμύττον τὸν νοῠν, Plat. Ax. 365 d.
-
2 περιαμύσσω
περι-αμύσσω, rings umher, von allen Seiten ritzen
См. также в других словарях:
περιαμύσσω — αττ. τ. περιαμύττω, Α κάμνω αμυχές σε όλα τα μέρη κάποιου, γρατσουνίζω κάποιον παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀμύσσω «ξεσχίζω, γρατσουνίζω»] … Dictionary of Greek