Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περιχάρεια

См. также в других словарях:

  • περιχαρείᾳ — περιχαρείᾱͅ , περιχάρεια excessive joy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχάρεια — excessive joy fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχάρεια — και εσφ. γρφ. περιχαρία, ἡ, ΜΑ [περιχαρής] μεγάλη χαρά, το να είναι κανείς γεμάτος χαρά …   Dictionary of Greek

  • περιχαρείας — περιχαρείᾱς , περιχάρεια excessive joy fem acc pl περιχαρείᾱς , περιχάρεια excessive joy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχάρειαι — περιχάρεια excessive joy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχάρειαν — περιχάρεια excessive joy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχαρία — ἡ, ΜΑ (εσφ. γρφ.) βλ. περιχάρεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»