-
1 περιφυω
1) (aor. 1 περιέφῡσα) приращивать кругом, т.е. укреплять вокруг(τὸ κύτος περὴ τὸ σῶμα Plat.)
2) (aor. 2 περιέφῡν, pf. περιπέφῡκα; med.: fut. περιφύσομαι с ῡ, aor. 2 περιεφύην) расти вокруг, окружать, охватывать со всех сторонπερὴ δ΄ αἴγειροι πεφύασι Hom. — вокруг же растут тополя;
περὴ τὰ ὀστᾶ αἱ σάρκες περιπεφύκασι Arst. — кости обросли плотью;πέτρα κύκλῳ περιπέφυκε Plut. — вокруг высится скала;κύσσε μιν περιφύς Hom. — обняв, он поцеловал его;τὸ γένος τοῦτο ἀναίσθητον πάσαις ταῖς αἰσθήσεσι περιπεφυκέναι Plat. — (кажется, что) этот вид (восприятий) не доступен ни одному чувству -
2 περιφύω
A make to grow round or upon, stick or fix upon,κύτος περὶ τὸ σῶμα Pl.Ti. 78d
;τοῖς κερασφόροις.. ἡ φύσις ὀστᾶ π. τὸ κέρας Philostr.VA2.13
.II [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med. -φύσομαι [ῡ]: [tense] pf. and [tense] aor. 2 [voice] Act. περιπέφῡκα, περιέφῡν: [tense] aor. 2 inf. περιφῦναι, part. περιφύς [ῡ]:— grow round about,περὶ δ' αἴγειροι πεφύασιν Od.9.141
;περὶ τὰ ὀστᾶ αἱ σάρκες περιπεφύκασι Arist. PA 654b27
, cf. GA 754a2;π. καὶ ἐμφυόμενα Thphr.CP5.5.4
; πέτρα κύκλῳ.. περιπέφυκε there is rock all round, Plu.Cam.25.2 of persons, cling to, c. dat.,περιφῦσ' Ὀδυσῆϊ Od.19.416
: abs.,Τηλέμαχον.. κύσεν περιφύς 16.21
; κύσσαι καὶ περιφῦναι ἑὸν πατέρα (where the acc. depends on κύσσαι) 24.236, cf. 320; of shoes,περιέφυσαν περσικαί τινι Ar.Nu. 151
; of ivy,κισσὸς καλάμῳ περιφύεται Eub.104
(lyr.); [τῇ ψυχῇ] γεηρὰ.. πολλὰ καὶ ἄγρια περιπέφυκε Pl.R. 612a
, cf.Lg. 898e; of a report,φήμη π. τινί Isoc.5.78
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφύω
-
3 περιφύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περιφύω
-
4 περιφύω
περι-φύω, darum, daran wachsen lassen, machen, daß etwas wie daran gewachsen ist, daran befestigen; ringsherum wachsen; gleichsam fest herumgewachsen sein, sich festhalten an, umarmen; περιφῦσ' Ὀδυσῆϊ κύσσ' ἄρα μιν, indem sie sich fest an den Odysseus hing, indem sie ihn fest umarmte; ringsherum anwachsen. Vom Getreide: auswachsen -
5 περιφυής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφυής
См. также в других словарях:
περιφύω — Α [φύω] 1. καθιστώ κάτι σύμφυτο με κάτι άλλο, συνδέω στερεά 2. φυτρώνω, φουντώνω ολόγυρα 3. αγκαλιάζω σφιχτά … Dictionary of Greek
περίφυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιφύω] ο σχηματισμός σύμφυσης γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
περίφυτος — ον, Α [περιφύω] κατάφυτος … Dictionary of Greek
περιφυής — ές, Α [περιφύω] αυτός που βλαστάνει γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek