Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιφύω

См. также в других словарях:

  • περιφύω — Α [φύω] 1. καθιστώ κάτι σύμφυτο με κάτι άλλο, συνδέω στερεά 2. φυτρώνω, φουντώνω ολόγυρα 3. αγκαλιάζω σφιχτά …   Dictionary of Greek

  • περίφυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιφύω] ο σχηματισμός σύμφυσης γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • περίφυτος — ον, Α [περιφύω] κατάφυτος …   Dictionary of Greek

  • περιφυής — ές, Α [περιφύω] αυτός που βλαστάνει γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»