-
1 περιφρουρώ
(ε) μετ. охранять, защищать, отстаивать;περιφρουρώ την οικογενειακή μου τιμή — защищать честь своей семьи
-
2 περιφρουρώ
[пэрифруро] ρ охранять, защищать.
См. также в других словарях:
περιφρουρώ — περιφρουρώ, περιφρούρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιφρουρώ — περιφρούρησα, περιφρουρήθηκα, περιφρουρημένος, προφυλάγω, προστατεύω: Περιφρουρώ τα συμφέροντα του κράτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιφρουρώ — έω, ΝΜΑ 1. φρουρώ, τοποθετώ φρουρούς σε όλα τα μέρη 2. προφυλάσσω, προστατεύω από οποιονδήποτε κίνδυνο … Dictionary of Greek
περιφρουρῶ — περιφρουρέω guard on all sides pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρουρέω guard on all sides pres ind act 1st sg (attic epic doric) περιφρουρέω guard on all sides pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρουρέω guard on all sides… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρουρεύω — Α περιφρουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφρουρῶ κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek
θαλασσοφυλακώ — θαλασσοφυλακῶ, έω (Μ) περιφρουρώ ορισμένη θαλάσσια περιοχή («τριήρεις θαλασσοφυλακοῦσαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + φυλακώ (< φύλαξ), πρβλ. oδo φυλακώ, οπισθο φυλακώ ή < αμάρτυρο *θαλασσο φύλαξ] … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιπυργώ — όω, Α 1. περιβάλλω κάτι με πύργους, κατασκευάζω πύργους γύρω από κάτι 2. μτφ. περιφρουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυργῶ (< πύργος)] … Dictionary of Greek
περιφρούρηση — η, Ν 1. η τοποθέτηση φρουρών γύρω από κάποιον ή από κάτι 2. προστασία, διαφύλαξη («η περιφρούρηση τής εθνικής ομοψυχίας είναι χρέος όλων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφρουρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
προφυλάσσω — ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α 1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώ («προφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.) 2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β.… … Dictionary of Greek