Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

περιφρουρώ

  • 1 охранять

    προστατεύω, περιφρουρώ, φυλάσσω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > охранять

  • 2 отстаивать

    отстаивать
    несов
    1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προασπίζω / ὑποστηρίζω (мнение и т. п.)/ περιφρουρώ (завоевания и т. п.):
    \отстаивать свои́ права́ ὑπερασπίζω τά δικαιώματα μου· \отстаивать дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής εἰρήνης·
    2. (простаивать на ногах) στέκομαι ὡς τό τέλος.

    Русско-новогреческий словарь > отстаивать

  • 3 охранять

    охранять
    несов φυλάγω, ιπερι^ρρουρω, προστατεύω:
    \охранять мир περιφρουρώ τήν βί-ρἡνη.

    Русско-новогреческий словарь > охранять

  • 4 сопровождать

    сопровождать
    несов συνοδεύω, ἀκολουθώ (следовать)/ περιφρουρώ, συνοδεύω (эскортировать).

    Русско-новогреческий словарь > сопровождать

  • 5 стоять

    сто||ять
    несов
    1. στέκομαι, στέκω, ἰσ-ταμαι:
    \стоять на коленях στέκομαι γονατιστός, γονατίζω· \стоять на четвереньках στέκομαι στά τέσσερα· \стоять на цыпочках στέκω στά νύχια (или στίς μύτες) τῶν ποδιών \стоять на ногах прям., перен στέκομαι στά πόδια μου, ὁρθοποδώ·
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι:
    дом \стоятьит у реки τό σπίτι εἶναι δίπλα στό ποτάμι· стол \стоятьит в комнате τό τραπέζι εἶναι στό δωμάτιο· \стоять на якоре εἶμαι ἀγκυροβολημένος, εἶμαι ἀραγμένος· \стоять на часах φυλάγω σκοπός·
    3. (быть) είμαι:
    \стоять на повестке дня εἶμαι στήν ἡμερησία διάταξη· \стоятьит плохая погода κάνει ἄσχημο καιρό· \стоять на страже ми́ра περιφρουρώ τήν είρήνη·
    4. (быть неподвижным) στέκομαι:
    поезд \стоятьи́т пять мииу́т τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά·
    5. (находиться в бездействии) εἶμαι σταματημένος, στέκομαι:
    часы \стоятьят τό ρολόγι σταμάτησε· работа \стоятьит ἡ δουλειά στέκεται·
    6. (квартировать, жить) уст. σταθμεύω, κατοικώ:
    \стоять лагерем στρατοπεδεύω, κατασκηνω·
    7. (защищать) ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι:
    \стоять за дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής είρήνης· \стоять горой за кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον μέ πάθος·
    8. (настаивать) ἐπιμένω, ἐμμένω:
    \стоять на своем ἐπιμένω στήν γνώμη μου· ◊ \стоять над душой (у кого-л.) разг γίνομαι τσιμπούρι· \стоять насмерть ὑπερασπίζομαι μέχρι θανάτου· \стоять· у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία· \стоять во главе чего́-л. εἶμαι ἐπί κεφα-λής.

    Русско-новогреческий словарь > стоять

  • 6 стража

    стра́ж||а
    ж ἡ φρουρά:
    пограничная \стража ἡ φρουρά τῶν συνόρων взять под \стражау φυλακίζω, θέτω ὑπό κράτησιν со-держа́ться под \стражаей εἶμαι φυλακισμένος· ◊ быть на \стражае чьйх-л. интересов περιφρουρώ τά συμφέροντα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > стража

  • 7 застраховать

    -хую, -хуешьав. μτχ. παρλθ. χρ. застрахованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ασφαλίζω•

    застраховать жизнь, имущество ασφαλίζω τη ζωή, περιουσία•

    застраховать дом от пожара ασφαλίζω το σπίτι από πυρκαγιά.

    2. μτφ. προφυλάσσω, εξασφαλίζω, περιφρουρώ από κίνδυνο.
    1. ασφαλίζομαι.
    2. προφυλάσσομαι, εξασφαλίζομαι κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > застраховать

  • 8 простеречь

    ρ.σ.μ.
    1. περιφρουρώ, φυλάγω, φρουρώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    всё лето я -г стадо όλο το καλοκαίρι εγώ φύλαξα το κοπάδι.

    2. παραμελώ, αμελώ τη φύλαξη•

    простеречь воров από δικιά μου παραμέληση μπήκαν οι κλέφτες.

    Большой русско-греческий словарь > простеречь

  • 9 стеречь

    -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. стерг, -регла, -ло, επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.μ.
    1. φυλάγω, φρουρώ•

    стеречь со всех сторон περιφρουρώ.

    2. παρακολουθώ, επιτηρώ.
    3. καιροφυλακτώ, παραμονεύω, παραφυλάγω, καραδοκώ• ενεδρεύω.
    φυλάγομαι• προφυλάσσομαι• φρουρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > стеречь

См. также в других словарях:

  • περιφρουρώ — περιφρουρώ, περιφρούρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιφρουρώ — περιφρούρησα, περιφρουρήθηκα, περιφρουρημένος, προφυλάγω, προστατεύω: Περιφρουρώ τα συμφέροντα του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιφρουρώ — έω, ΝΜΑ 1. φρουρώ, τοποθετώ φρουρούς σε όλα τα μέρη 2. προφυλάσσω, προστατεύω από οποιονδήποτε κίνδυνο …   Dictionary of Greek

  • περιφρουρῶ — περιφρουρέω guard on all sides pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρουρέω guard on all sides pres ind act 1st sg (attic epic doric) περιφρουρέω guard on all sides pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρουρέω guard on all sides… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφρουρεύω — Α περιφρουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφρουρῶ κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοφυλακώ — θαλασσοφυλακῶ, έω (Μ) περιφρουρώ ορισμένη θαλάσσια περιοχή («τριήρεις θαλασσοφυλακοῦσαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + φυλακώ (< φύλαξ), πρβλ. oδo φυλακώ, οπισθο φυλακώ ή < αμάρτυρο *θαλασσο φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιπυργώ — όω, Α 1. περιβάλλω κάτι με πύργους, κατασκευάζω πύργους γύρω από κάτι 2. μτφ. περιφρουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυργῶ (< πύργος)] …   Dictionary of Greek

  • περιφρούρηση — η, Ν 1. η τοποθέτηση φρουρών γύρω από κάποιον ή από κάτι 2. προστασία, διαφύλαξη («η περιφρούρηση τής εθνικής ομοψυχίας είναι χρέος όλων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφρουρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • προφυλάσσω — ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α 1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώ («προφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.) 2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»