-
1 περιτομεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτομεύς
-
2 περιτομή
περιτομ-ή, ἡ,A circumcision, LXX Ge.17.13, Agatharch.61, Str.16.2.37 (pl.), Ph.1.450,al., Dsc.2.82: metaph.,π. καρδίας Ep.Rom.2.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτομή
-
3 περιτομίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτομίς
-
4 περίτομος
περίτομ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίτομος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский