Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

περιστρέφομαι

  • 1 виться

    виться 1) (о растении) αναρ ριχιέμαι 2) (о дороге и т. п.) περιστρέφομαι 3) (о волосах) σγουρώνω
    * * *
    1) ( о растении) αναρριχιέμαι
    2) (о дороге и т. п.) περιστρέφομαι
    3) ( о волосах) σγουρώνω

    Русско-греческий словарь > виться

  • 2 вращаться

    вращать||ся
    1. στρέφομαι, περιστρέφομαι:
    \вращатьсяся вокру́г оси περιστρέφομαι περί τόν ἀξονα, στρέφομαι γύρω ἀπό τόν ἄξονα·
    2. (среди кого-л.) συχνάζω, βρίσκομαι τακτικά.

    Русско-новогреческий словарь > вращаться

  • 3 вращать

    (περι)στρέφω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вращать

  • 4 обращаться

    1. (вращаться вокруг своей оси или другого тела) περιστρέφομαι 2. (циркулировать) κυκλοφορώ 3. (адресоваться) απευθύνομαι, αναφέρομαι ^(становиться, превращаться) μεταμορφώνομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι 5. (манипулировать, пользоваться) (напр. осторожно) (μετα)χειρίζομαι, χρησιμοποιώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращаться

  • 5 вращать

    вращать περιστρέφω, γυρίζω \вращаться περιστρέφομαι, γυρίζω
    * * *
    = вращаться
    περιστρέφω, γυρίζω

    Русско-греческий словарь > вращать

  • 6 вращаться

    περιστρέφομαι, γυρίζω

    Русско-греческий словарь > вращаться

  • 7 вертеться

    вертеть||ся
    1. στρέφομαι, περιστρέφομαι·
    2. (постоянно находиться, мешать) разг στριφογυρίζω, περιφέρομαι, κλωθογυρίζω:
    \вертетьсяся под ногами μπλέκομαι στά πόδια κάποιου, τριγυρίζω (или στριφογυρίζω) κοντά σέ κάποιον
    3. (изворачиваться) разг ξεφεύγω, ξεγλυστράω, ὑπεκφεύγω:
    не вертись, говори́ правду! μήν τά κλώθεις (или μήν τά μασᾶς), πές τήν ἀλήθεια!-как ни вертись, а придется тебе это сделать δσο κι ἀν ἀποφεύγεις στό τέλος θ'ἀναγκαστεΐς νά τό κάνεις· ◊ это слово вертится у меня на языке (или в голове) αὐτή ἡ λέξη στριφογυρίζει στό μυαλό μου, δέν ξεκολλάει ἀπ' τό μυαλό μου.

    Русско-новогреческий словарь > вертеться

  • 8 ворочаться

    ворочать||ся
    разг (поворачиваться) γυρίζω (άμετ.), στρέφομαι/ στριφογυρίζω (с боку на бок)/ κινούμαι, σαλεύω, γυρίζω (шевелиться)/ περιστρέφομαι (вращаться).

    Русско-новогреческий словарь > ворочаться

  • 9 завертеться

    завертеть||ся
    1, (начать вертеться) ἀρχίζω νά περιστρέφομαι·
    2. перен (захлопотаться) разг μπλέκω μέ τίς δουλειές (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > завертеться

  • 10 крутиться

    крутить||ся
    1. περιστρέφομαι, συστρέφο-μαι·
    2. (о ветре, пыли и т. п.) στροβιλίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > крутиться

  • 11 поворачиваться

    поворачивать||ся
    γυρίζω (άμετ.), στρέφομαι, περιστρέφομαι:
    \поворачиватьсяся спиной γυρίζω τήν πλάτη μου, στρέφω τά νώτα

    Русско-новогреческий словарь > поворачиваться

  • 12 крутиться

    [κρουτίτσα] ρ. περιστρέφομαι

    Русско-греческий новый словарь > крутиться

  • 13 крутиться

    [κρουτίτσα] ρ περιστρέφομαι

    Русско-эллинский словарь > крутиться

  • 14 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 15 вить

    вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. πλέκω, συστρέφω•

    вить веревку πλέκω τριχιά•

    вить венки πλέκω στεφάνια.

    || κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•

    вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•

    вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.

    || κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).
    εκφρ.
    вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).
    1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•

    у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•

    плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•

    вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.

    2. στροβιλίζω•

    снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•

    орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•

    дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.

    4. πλέκομαι, συστρέφομαι•

    веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.

    Большой русско-греческий словарь > вить

  • 16 вращать

    ρ.δ.μ. περιστρέφω, γυρίζω•

    вращать колесо περιστρέφω τον τροχό.

    εκφρ.
    вращать глазами ή белками – στρέφω, γυρίζω τους βολβούς των ματιών ή τ’ ασπράδια.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω. || μτφ. περιτριγυρίζω, περιφέρομαι.
    2. συχνάζω, συναναστρέφομαι•

    вращать в ученых кругах συχνάζω στους επιστημονικούς κύκλους.

    Большой русско-греческий словарь > вращать

  • 17 довертеть

    -верчу, -вертишь
    ρ.σ.μ.
    1. στρέφω, περιστρέφω, στρίβω, βιδώνω•

    осталось несколько гаек απόμεινε νά βιδώσω μερικά παξιμάδια.

    2. καταστρέφω από το πολύ γύρισμα•

    киноленту -ли до дыр η κινηματογραφική ταινία τρύπησε από το πολύ γύρισμα.

    περιστρέφομαι, στρίβομαι ως το τέλος. || γυρίζοντας φτάνω ως, καταλήγω•

    -лся до тюрьмы; γύρισε-γύρισε ώσπου κατέληξε στη φυλακή.

    Большой русско-греческий словарь > довертеть

  • 18 докрутить

    -кручу, -крутишь
    ρ.σ.μ.
    αποστρίβω, τελειώνω το στρίψιμο στρίβω ως το τέλος•

    докрутить нитки στρίβω τις κλωστές ώσπου δεν παίρνει άλλο•

    докрутить гайку στρίβω το παξιμάδι ως το τέλος.

    1. περιτυλίγομαι ως ένα σημε ίο ή ως το τέλος.
    2. περιστρέφομαι., βιδώ ως ένα σημείο ή ως το τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > докрутить

  • 19 закружить

    -ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закруженный, βρ: -жен, -жена, -о κ. закруженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ζαλίζω•

    закружить в танце ζαλίζω στο χορό.

    || συσκοτίζω, ξεμυαλίζω, τιαίρνω τα μυαλά, ξελογιάζω. || προσελκύω, τραβώ με το μέρος μου.
    2. αρχίζω να περυστρέφω κλπ. ρ. βλ. кружить.
    1. ζαλίζομαι, αντραλίζομαι. || ξεχνώ από)ти πολλές σκοτούρες.
    2. αρχίζω να περιστρέφομαι βλ. κ. кружиться.

    Большой русско-греческий словарь > закружить

  • 20 закрутить

    -учу, -утишь ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, συστρέφω• περιστρέφω•

    закрутить проволоку στρίβω το σύρμα•

    закрутить усы στρίβω το μουστάκι•

    закрутить сигарету στρίβω το τσιγάρο.

    2. περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω
    3. (απλ.) βιδώνω• κλείνω περιστρέφοντας•

    закрутить гайку βιδώνω το παξιμάδι•

    кран κλείνω την κάνουλα.

    4. (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα.
    5. αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить.
    1. στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    2. αρχίζω να περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. κ. крутиться.

    Большой русско-греческий словарь > закрутить

См. также в других словарях:

  • περιστρέφομαι — περιστρέφομαι, περιστράφηκα, περιστραμμένος βλ. πίν. 210 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

  • επανακυκλώ — ἐπανακυκλῶ, έω και σπαν. όω (Α) [κυκλώ] 1. (για διαλείποντα πυρετό) επανέρχομαι 2. επαναλαμβάνω 3. μέσ. περιστρέφομαι ακολουθώντας αντίθετη φορά 4. μέσ. περιστρέφομαι γύρω γύρω, κυκλικά …   Dictionary of Greek

  • στρωφώ — άω, Α (ποιητ. και ιων. τ. ως θαμ. τ. τού ρ. στρέφω) 1. στρέφω συχνά ή στρέφω πολλές φορές, περιστρέφω συνεχώς («στρωφῶ ἠλακάτην» στρέφω διαρκώς το αδράχτι, κλώθω, Ομ. Οδ.) 2. μέσ. στρωφῶμαι, άομαι α) περιστρέφομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω το… …   Dictionary of Greek

  • αλωνεύομαι — ἁλωνεύομαι (AM) (Ν και αλωνεύω) εργάζομαι στο αλώνι νεοελλ. αλωνίζω, περιστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. ἁλω ν επυξημένη μορφή τής ρίζας που απαντά και στο ουσ. ἅλως, ο*] …   Dictionary of Greek

  • αμφιδινέομαι — ἀμφιδινέομαι (Α) (μόνο στον πρκμ.) τοποθετούμαι κυκλικά γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δινέομαι «περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αναδινώ — ἀναδινῶ ( έω και εύω) (Α) περιδινούμαι, περιστρέφομαι, γυρίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δινῶ, δινεύω] …   Dictionary of Greek

  • απογυρίζω — (Μ ἀπογυρίζω) νεοελλ. 1. κάνω γύρο, βόλτα 2. μιλώ με κυκλογυρίσματα, με περιστροφές μσν. 1. ξαναγυρίζω, επιστρέφω 2. περιστρέφομαι, περιφέρομαι …   Dictionary of Greek

  • βεμβικιώ — βεμβικιῶ ( άω) (Α) [βέμβιξ] περιστρέφομαι σαν σβούρα …   Dictionary of Greek

  • βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»