Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

περιστρέφομαι

  • 21 кружить

    кружу, кружишь
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω, θέτω σε περιστροφική κίνηση.
    2. αμ. τριγυρίζω, στριφογυρίζω.
    3. περιφέρομαι, περιέρχομαι, περιπλανιέμαι•

    кружить по гброду τριγυρίζω στην πόλη.

    4. στροβιλίζω•

    метель -ит ή χιονοθύελλα στροβιλίζει.

    εκφρ.
    кружить голову – α) ζαλίζω, β) παίρνουν τα μυαλά μου αέρα (χάνω το αίσθημα της πραγματικότητας), γ) ξεμυαλίζω με ερωτοτροπίες.
    περιστρέφομαι, γυρίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    εκφρ.
    голова кружить – α) το κεφάλι μου ζαλίζεται ή ζαλίζομαι, έχω ζαλάδα, αντραλίζομαι, β) τα χάνω, θολώνει το μυαλό μου, τα μπερδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > кружить

  • 22 крутить

    кручу, крутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крученный
    -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω•

    крутить ручку шарманки φέρνω γύρα τη λαβή της λατέρνας.

    2. μτφ. στρίβω, συστρέφω, κλώθω γνέθω•

    крутить пряжу γνέθω κλωστή•

    крутить папиросу, сигарку στρίβω τσιγάρο•

    крутить ус στρίβω το μουστάκι•

    крутить голову στρέφω (γυρίζω) το κεφάλι.

    3. στροβιλίζω•

    ветер -ил пыль ο άνεμος στροβίλιζε τη σκόνη•

    начинает позёмка αρχίζει να χιονοστροβιλίζει.

    4. διευθύνω, διαχειρίζομαι•

    она им -ит, как хочет αυτή τον κάνει όπως θέλει.

    5. στρεψοδικώ, κάνω υπεκφυγές, στριφογυρίζω.
    6. ερωτεύομαι, γυρίζω•

    он -ит с девушками αυτός γυρίζει με τα κορίτσια.

    εκφρ.
    крутить голову – σκοτίζω το κεφάλι•
    крутить любовь ή романβλ. 6 σημ. крутить руки кому α) στραγγουλίζω τα χέρια κάποιου, β) δένω τα χέρια πίσω•
    крутить носом – εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, κοντραστάρω πεισμώνω•
    как (там) ни -и – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.
    1. περιστρέφομαι, συστρέφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. έχω πολλές φροντίδες, σκοτούρες.
    εκφρ.
    как (там) ни -ись – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > крутить

  • 23 лететь

    лечу, летишь
    ρ.δ.
    1. πετώ, ίπταμαι•

    журавли -ят οι γερανοί πετούν•

    самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.

    2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•

    звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•

    искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.

    3. πέφτω•

    лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•

    -ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.

    4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
    5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•

    время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.

    6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).
    7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•

    акции -ят οι μετοχές πέφτουν.

    Большой русско-греческий словарь > лететь

  • 24 наворачивать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. наворотить.
    2. τυλίγω, στρίβω, στρέφω.
    3. (απλ.) ρίχνομαι στο φαγί, καταβροχθίζω.
    1. περιστρέφομαι.
    2. συσσωρεύομαι.
    3. μτφ. υπερπληρούμαι, γεμίζω με το παραπάνω, παραγεμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наворачивать

  • 25 накрутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накрученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τυλίγω, περιστρέφω, μαζεύω•

    накрутить нитку на катушку μαζεύω την κλωστή στο καρούλι.

    || βιδώνω, στρίβω βιδώνω το παξιμάδι στο μπουλόνι.
    2. (με σημ. ποσοτική)• φτιάχνω στρίβοντας•

    накрутить вервок φτιάχνω πολλές τριχές.

    3. ντΰνω, φορώ πολλά ρούχα, στολίδια κ.τ.τ.
    4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω, φτιάχνω. || γράφω ή λέγω πολλά, πολύπλοκα ή μπερδεμένα, μπερδεύω στα λόγια ή στα γραπτά.
    εκφρ.
    накрутить хвост кому – μαλώνω γερά, βάζω πόστα, κατσαδιάζω.
    1. τυλίγομαι, περιστρέφομαι, μαζεύομαι. || βιδώνομαι.
    2. μτφ. φροντίζω, γυρίζω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > накрутить

  • 26 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 27 обращать

    ρ.δ.
    βλ. обратить.
    1. βλ. обратиться.
    2. περιστρέφομαι, κινούμαι περί, γύρω•

    земля -ется вокруг солнца η γη κινείται περί τον ήλιο.

    3. κυκλοφορώ• είμαι, βρίσκομαι σε κυκλοφορία.
    4. (συμπερι)φέρομαΐ-οη•

    хорошо -ется с подчинёнными αυτός καλά συμπεριφέρεται προς τους υφιστάμενους.-

    5. χρησιμοποιώ, δουλεύω•

    уметь обращать с инструментом ξέρω (μπορώ) να χρησιμοποιώ το εργαλείο.

    6. καταγίνομαι, ασχολούμαι.
    7. κυκλοφορώ, μπαίνω σε κυκλοφορία.

    Большой русско-греческий словарь > обращать

  • 28 перевернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.
    2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.
    3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.
    4. αναστατώνω ψυχικά.
    εκφρ.
    перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•
    перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.
    1. αναστρέφομαι, γυρίζω•

    перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.

    || ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,
    2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.
    εκφρ.
    души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•
    -тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > перевернуть

  • 29 перекрутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω•

    перекрутить нитку στρίβω την κλωστή.

    || (περί)πλέκω•

    перекрутить шерстяную нитку с шлковой συστρίβω τη μάλλινη κλωστή με μεταξωτή.

    2. παραστρίβω, παρασφίγγω χαλνώ•

    перекрутить винт παρασφίγγω τη βίδα•

    перекрутить завод у часов παρακουρτίζω το ρολόγι•

    перекрутить кран παρασφίγγω την κάνουλα.

    || κόβω στρίβοντας•

    перекрутить проволку κόβω το σύρμα στρίβοντας το.

    3. περιδένω περιτυλίγω.
    4. (απλ.) στρίβω (όλο, πολύ).
    5. γυρίζω, στρέφω•

    перекрутить ключ в обратную сторону στρίβω το κλειδί ανάποδα.

    1. στρίβομαι, (περι)τυλίγομαι.
    2. παραστρίβομαι, αχρηστεύομαι; χαλνώ, φθείρομαι. || κόβομαι στα δυό•

    проволока перекрутитьлась το σύρμα κόπηκε από το πολύ στρίψιμο.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω,φέρνω γύρω.
    4. μτφ. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα, τα γυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > перекрутить

  • 30 провертеть

    ρ.σ.μ.
    βλ. провернуть.
    1. περιστρέφομαι.
    2. μτφ. στριφογυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > провертеть

  • 31 проворачивать

    ρ.δ.
    βλ. проворотить.
    1. περιστρέφομαι, βιδώνομαι ώσπου δεν παίρνει άλλο.
    2. προωθούμαι, κινούμαι δύσκολα. || πραγματοποιούμαι• γίνομαι γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > проворачивать

  • 32 прокружить

    ρ.σ.
    1. περ
    πταμαι, φτερουγίζω.
    2. βλ. кружить (για ένα χρον. διάστημα).
    περιστρέφομαι (για ένα. χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > прокружить

  • 33 раскрутить

    ρ.σ.μ.
    1. ξεστρίβω, ξεκλώθω• ξετυλίγω•

    раскрутить нитку ξεστριβω την κλωστή•

    раскрутить ве-рвку ξεκλώθω την τριχιά.

    2. περιστρέφω, δίνω περιστροφική κίνηση.
    1. ξεστρίβο-μαι, ξεκλώθομαι• ξετυλίγομαι.
    2. περιστρέφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раскрутить

  • 34 роить

    рою, роишь
    ρ.δ.μ. μαζεύω, συγκετρώνω•

    роить пчёл μαζεύω το μελίσσι.

    μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι. || πετώ κατά σμήνη•

    тучами -лись комары σαν σύννεφα κινούταν τα κουνούπια.

    || περιστρέφομαι, στριφογυρίζω στον αέρα (για νιφάδες χιονιού, σκόνη κ.τ.τ.).
    μτφ. συρρέω, έρχομαι, εμφανίζομαι αθρόα (για σκέψεις, σχέδια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > роить

  • 35 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

См. также в других словарях:

  • περιστρέφομαι — περιστρέφομαι, περιστράφηκα, περιστραμμένος βλ. πίν. 210 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

  • επανακυκλώ — ἐπανακυκλῶ, έω και σπαν. όω (Α) [κυκλώ] 1. (για διαλείποντα πυρετό) επανέρχομαι 2. επαναλαμβάνω 3. μέσ. περιστρέφομαι ακολουθώντας αντίθετη φορά 4. μέσ. περιστρέφομαι γύρω γύρω, κυκλικά …   Dictionary of Greek

  • στρωφώ — άω, Α (ποιητ. και ιων. τ. ως θαμ. τ. τού ρ. στρέφω) 1. στρέφω συχνά ή στρέφω πολλές φορές, περιστρέφω συνεχώς («στρωφῶ ἠλακάτην» στρέφω διαρκώς το αδράχτι, κλώθω, Ομ. Οδ.) 2. μέσ. στρωφῶμαι, άομαι α) περιστρέφομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω το… …   Dictionary of Greek

  • αλωνεύομαι — ἁλωνεύομαι (AM) (Ν και αλωνεύω) εργάζομαι στο αλώνι νεοελλ. αλωνίζω, περιστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. ἁλω ν επυξημένη μορφή τής ρίζας που απαντά και στο ουσ. ἅλως, ο*] …   Dictionary of Greek

  • αμφιδινέομαι — ἀμφιδινέομαι (Α) (μόνο στον πρκμ.) τοποθετούμαι κυκλικά γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δινέομαι «περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αναδινώ — ἀναδινῶ ( έω και εύω) (Α) περιδινούμαι, περιστρέφομαι, γυρίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δινῶ, δινεύω] …   Dictionary of Greek

  • απογυρίζω — (Μ ἀπογυρίζω) νεοελλ. 1. κάνω γύρο, βόλτα 2. μιλώ με κυκλογυρίσματα, με περιστροφές μσν. 1. ξαναγυρίζω, επιστρέφω 2. περιστρέφομαι, περιφέρομαι …   Dictionary of Greek

  • βεμβικιώ — βεμβικιῶ ( άω) (Α) [βέμβιξ] περιστρέφομαι σαν σβούρα …   Dictionary of Greek

  • βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»