-
21 περιστερεῶνος
-
22 περιστερεώσιν
-
23 περιστερεῶσιν
-
24 περιστερών
περιστεράcommon pigeon: fem gen plπεριστερεώνdovecote: masc nom /voc sgπεριστερόςcommon pigeon: masc gen pl -
25 περιστερῶν
περιστεράcommon pigeon: fem gen plπεριστερεώνdovecote: masc nom /voc sgπεριστερόςcommon pigeon: masc gen pl -
26 περιστερώνα
-
27 περιστερῶνα
-
28 βοτάνη
A pasture, Il.13.493, Pl.Prt. 321b, etc.;ἐκ βοτάνης ἀνιόντα Theoc.25.87
;ἐν β. Id.28.12
;ἔγρονται ἐς βοτάναν E.Fr.773.29
; β. ἁ λέοντος the lion's pasture, i.e. Nemea, Pi.N.6.42: metaph.,ὥσπερ ἐν κακῇ β. τρεφόμενοι Pl.R. 401c
.6 ἱερὰ β., = περιστερεών, Dsc.4.60. -
29 βούνιον
βούνιον, τό,A earth-nut, Bunium ferulaceum, Dsc.4.123.2 = περιστερεών, Ps.-Dsc.4.59.II Dim. ofβουνός 1
, hill, Inscr. Prien. 42.41 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούνιον
-
30 Δημητριάς
II city founded by him, Plb.3.6.4, etc.:—hence [full] Δημητριεῖς, οἱ, its citizens, Id.5.99.3.III as Subst., six-rowed barley, Hsch.2 = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δημητριάς
-
31 διοσηλακάτη
A = πολύκνημον, Ps.-Dsc.3.94; = περιστερεὼν ὕπτιος, Id.4.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοσηλακάτη
-
32 δίχρωμος
II Subst. δίχρωμος, ἡ, name of a plaster, Aët.15.13.2 δίχρωμον, τό, = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίχρωμος
-
33 περίσημος
A very famous, notable, E.HF 1018 ([comp] Sup., lyr.), Call.Fr.1.54 P., Mosch.1.6, Ph.2.330 ([comp] Sup.);περιστερεών POxy.1278.12
(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίσημος
-
34 περιστερών
A = περιστερεών 1, PPetr.3p.195 (iii B. C.), PGrenf.1.21.11 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστερών
-
35 περσεφόνιον
περσεφόνιον, τό,A = ῥάμνος, Ps.-Dsc.1.90; but [full] Φερσεφόνιον, τό, = περιστερεών 11, Id.4.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περσεφόνιον
-
36 σιδηρίτης
A of iron, σ. πόλεμος iron war, Pi.N.5.19; σ. τέχνη the smith's art, Eup.263; σ. πέτρα rock with iron ore in it, D.S.5.13;σ. γῆ Arist.Fr. 326
ed. Berol., Poll.3.87.II σιδηρῖτις, ἡ, ironwort, Sideritis romana, Dsc.4.33, Plin. HN25.43, Aret.CD2.12; alsoσ. πόα Hsch.
;βοτάνη ἡ σ. J.AJ3.7.6
, Gal.12.885.2 also applied by Dsc. to burnet, Poterium Sanguisorba, 4.34; Cretan fig-wort, Scrophularia lucida, ib.35; Achilles' woundwort, Achillea tomentosa, ib.36.3 = ἑλξίνη, ib.85.4 = χαμαίπιτυς, Id.3.158.5 = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρίτης
-
37 τρυγόνιον
II = περιστερεὼν ὀρθός, Ps.-Dsc.4.59, Poet. deherb.56.III f.l. for τιτιγόνιον (q. v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγόνιον
-
38 φιλτροδότις
φιλτρο-δότις, ἡ,A = περιστερεὼν ὀρθός, Ps.-Dsc.4.59; = σκολοπένδριον, Id.3.134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλτροδότις
-
39 χαμαίλυκος
χᾰμαί-λῠκος, ὁ,A = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60; [suff] χᾰμαί-λῠκον, τό, PMag.Par.1.2307.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαίλυκος
-
40 ἀριστερεών
A = περιστερεών, Plin.HN27.21, Orph. A. 916, Ael.NA1.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστερεών
См. также в других словарях:
περιστερεών — dovecote masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεών — ῶνος, ὁ, ΜΑ βλ. περιστερώνας … Dictionary of Greek
περιστερεῶν — περί στερεόω make firm pres part act masc voc sg (doric aeolic) περί στερεόω make firm pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περί στερεόω make firm pres part act masc nom sg περί στερεόω make firm pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεῶνα — περιστερεών dovecote masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεῶνι — περιστερεών dovecote masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεῶνος — περιστερεών dovecote masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεῶσιν — περιστερεών dovecote masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεώνων — περιστερεών dovecote masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερῶνα — περιστερεών dovecote masc acc sg περιστερών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερώνας — και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, ῶνος ΝΜΑ τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών αρχ. 1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη 2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» το φυτό ιεροβοτάνη β) «τρίτη… … Dictionary of Greek
Δημητριάς — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας. Ιδρύθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή γύρω στο 294 π.Χ., ΒΑ της παλαιότερης πόλης Παγασαί, κοντά στη θάλασσα και απέναντι από τη σημερινή πόλη Βόλο. Για τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης της είχαν γίνει πολλές… … Dictionary of Greek