Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περισσευόμεθα

См. также в других словарях:

  • περισσευόμεθα — περισσεύω to be over and above pres ind mp 1st pl περισσεύω to be over and above imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»