-
1 περισσαινω
эп. = * περισαίνω См. περισαινω -
2 περισσαίνω
II v. περισαίνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσαίνω
-
3 περισσαίνω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περισσαίνω
-
4 περισσείω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περισσείω
-
5 περι-σαίνω
περι-σαίνω, poet. περισσαίνω, umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
-
6 περισαινω
-
7 περισαίνω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περισαίνω
См. также в других словарях:
περισσαίνω — ΜΑ [περισσός] μσν. αισθάνομαι πλήρωση, πλησμονή ή πίεση αρχ. βλ. περισαίνω … Dictionary of Greek
περισαίνω — ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α 1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον 2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τόν ακολουθώ δουλικά, τόν κολακεύω ταπεινά, τόν θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς τής ημέρας» β.… … Dictionary of Greek