-
1 περισειω
эп. περισσείω (только 3 л. pl. impf. pass. περισσείοντο) потрясать вокруг, развеватьἔθειραι περισσείοντο Hom., HH. — волосы развевались
-
2 περισείω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περισείω
-
3 περισείω
περι-σείω, von allen Seiten erschüttern, heftig bewegen, ringsumher sich bewegen; ἔϑειραι περισσείοντο, die Haare flatterten umher -
4 περισσειοντο
-
5 περισσειω
-
6 περισ-σείω
περισ-σείω, poet. = περισείω.
-
7 περισσαίνω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περισσαίνω
-
8 περισσείω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περισσείω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский