Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περισκάπτω

См. также в других словарях:

  • περισκάπτω — ΝΜΑ νεοελλ. σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο μσν. αρχ. 1. σκάβω γύρω γύρω 2. παθ. περισκάπτομαι α) ανασκάπτομαι β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

  • περισκαφή — η, Ν [περισκάπτω] η ενέργεια τού περισκάπτω, η διάνοιξη τάφρου γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • περίσκαψις — άψεως, ἡ, ΜΑ [περισκάπτω] το σκάψιμο γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»