Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γύρους

См. также в других словарях:

  • γυρούς — γῡρούς , γυρός rounded masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύρους — γύ̱ρους , γῦρος ring masc acc pl γυρόω make round imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανάγυρος — (I) η, ο αυτός που κάνει γύρους, λοξός, ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γύρος. ΠΑΡ. αναγυρίδα]. (II) ἀνάγυρος, ο (Α) η Ανάγυρις* …   Dictionary of Greek

  • απόγυρος — ο κ. απογύρι, το κ. γυριά, η [γύρος] Ι. 1. γύρος, βόλτα 2. γυριστός δρόμος, λοξοδρομία 3. συζήτηση με υπαινιγμούς και περιστροφές («κάνεις γύρους κι απόγυρους για να μπεις στο θέμα») II. επίρρ. απόγυρα 1. όχι κατευθείαν 2. έμμεσα …   Dictionary of Greek

  • εύγυρος — εὔγυρος, ον (Α) αυτός που γίνεται με ωραίους γύρους, με θεαματικές στροφές («εὔγυρος πάλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γύρος] …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …   Dictionary of Greek

  • πολύγυρος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής του ομώνυμου νομού. Ο Π. βρίσκεται χτισμένος αμφιθεατρικά στα Δ του Σταυρού Τούμπα, νοτιότερης κορυφής του Χολομώντα. Είναι πρωτεύουσα του νομού και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»