-
1 περιπάθεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπάθεια
-
2 περιπαθέω
A to be in a state of violent emotion or indignation, Conon 38.3, Plu.2.168d, etc.; π. εἰ .. Ph.2.176, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπαθέω
-
3 περιπάθησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπάθησις
-
4 περιπαθής
περιπαθ-ής, ές,A deeply moved,τῇ συμφορᾷ Plb.1.81.1
;ἔρωτι Plu.Art.27
;χαρᾷ καὶ δέει J.AJ15.2.7
; π. τοῖς ὄψοις eager for.., Phan.Hist.13 ; π. ταῖς ψυχαῖς in spirit, Plb.4.54.3 : abs., Plu.Cim.8.2 passionate,ῥήτορες Longin.8.3
; σὺν οἰμωγῇ π. Luc.Hist.Conscr.26 : [comp] Comp.,ἑταίρα τῶν ἐν τοῖς μίμοις -εστέρα Ael.Fr. 123
: [comp] Sup., ὅρκος-έστατος Sch.Par.A.R.2.257. Adv. -, Luc.Tim.46;ἐπιδραμεῖν Ael.NA9.8
: [comp] Comp.- έστερον, λέγειν Plu.2.456a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπαθής
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский