-
1 περιληπτως
-
2 περιληπτώς
-
3 περιληπτῶς
-
4 περι-ληπτός
περι-ληπτός, umfaßt, zu umfassen, zu begreifen, τὸ νοήσει μετὰ λόγου περιληπ τόν, Plat. Tim. 28 a, vgl. 52 a; ὄχλος οὐ π. ἀριϑμῷ, nicht zu zählen, Plut. Cam. 43; – adv. περιληπτῶς, Epicur. bei D. L. 10, 40.
См. также в других словарях:
περιληπτῶς — περιληπτός embraced adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπτός — ή, όν, Α [περιλαμβάνω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να κατανοηθεί, καταληπτός («τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν», Πλάτ,) 2. (με δοτ.) αυτός που περιλαμβάνεται, που περιέχεται κάπου («παραισθήσει... περιληπτήν αἴσθησιν», Φιλόδ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek