Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
περιληπτῶς
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
περιληπτῶς — περιληπτός embraced adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπτός — ή, όν, Α [περιλαμβάνω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να κατανοηθεί, καταληπτός («τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν», Πλάτ,) 2. (με δοτ.) αυτός που περιλαμβάνεται, που περιέχεται κάπου («παραισθήσει... περιληπτήν αἴσθησιν», Φιλόδ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek