-
1 περικοπη
ἥ1) подстригание(τῶν τριχῶν Plut.)
2) обрубание, обезображивание(Ἑρμῶν Thuc., Plut.)
3) операцияτέν κεφαλέν ἐξ ἀνατρήσεως καὴ περικοπῆς κοίλην ἔχειν Plut. — иметь на голове глубокий шрам вследствие трепанации (черепа)
4) урезывание(τῆς πολυτελείας Plut.)
5) черты, очертания; вид6) наряд, одеяние(ἥ ἐσθές καὴ ἄλλη π. Polyb.)
7) рит. сжатое выражение -
2 περικοπή
η1) сокращение, урезывание; 2) обрезание; подрезание; 3) отрывок -
3 περικοπή
[пэрикопи] та. Θ. укорачивание, совращение, отрывок (текста) абзац.
См. также в других словарях:
περικοπή — cutting all round fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπή — η, ΝΜΑ [περικόπτω] πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαί εκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα τής Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες τής θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που… … Dictionary of Greek
περικοπή — η 1. περιορισμός, ελάττωση, κατακράτηση: Η περικοπή του μισθού υπαλλήλου γίνεται από τον αρμόδιο για την εκκαθάριση των αποδοχών. 2. απόσπασμα κειμένου με κάποια αυτοτέλεια: Η περικοπή του Ευαγγελίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικοπῇ — περικόπτω cut all round aor subj pass 3rd sg περικοπή cutting all round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπῆι — περικοπῇ , περικόπτω cut all round aor subj pass 3rd sg περικοπῇ , περικοπή cutting all round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπαῖς — περικοπή cutting all round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπαί — περικοπή cutting all round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπῆς — περικοπή cutting all round fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπήν — περικοπή cutting all round fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπῶν — περικοπή cutting all round fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek