-
1 περικοπή
περι-κοπή, ἡ, das Ringsumherbehauen, die Verstümmelung; auch τῆς πολυτελείας, Verringern. Allgem. der Umriß, das Äußere des Körpers; bes. alles auf das Äußere des Körpers Gewandte, Anzug, Pracht; auch der äußere Umriß, das Bild; Abschnitte der heiligen Schrift, welche zu bestimmten Zeiten vorgelesen wurden -
2 περί-κομμα
περί-κομμα, τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = περικοπή.
См. также в других словарях:
περικοπή — cutting all round fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπή — η, ΝΜΑ [περικόπτω] πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαί εκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα τής Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες τής θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που… … Dictionary of Greek
περικοπή — η 1. περιορισμός, ελάττωση, κατακράτηση: Η περικοπή του μισθού υπαλλήλου γίνεται από τον αρμόδιο για την εκκαθάριση των αποδοχών. 2. απόσπασμα κειμένου με κάποια αυτοτέλεια: Η περικοπή του Ευαγγελίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικοπῇ — περικόπτω cut all round aor subj pass 3rd sg περικοπή cutting all round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπῆι — περικοπῇ , περικόπτω cut all round aor subj pass 3rd sg περικοπῇ , περικοπή cutting all round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπαῖς — περικοπή cutting all round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπαί — περικοπή cutting all round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπῆς — περικοπή cutting all round fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπήν — περικοπή cutting all round fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπῶν — περικοπή cutting all round fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek