-
1 περιηγητικος
31) служащий путеводителем(βιβλία Plut.)
2) свойственный проводникам, т.е. традиционный(ἥ κοινέ καὴ περιηγητικέ δόξα Plut.)
-
2 περιηγητικός
η, ό[ν] туристский, туристический -
3 περιηγητικός
A of or befitting a περιηγητής, traditional,ἡ κοινὴ καὶ π. δόξα Id.2.386b
; descriptive, βιβλία π. guide-books, ib.724d; τὸ τῆς Παρθίας π. the handbook of Parthia by Isidorus of Charax, Ath. 3.93e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγητικός
-
4 περιηγητικός
περι-ηγητικός, ή, όν, zum Herumführen, Erklären, Beschreiben gehörig -
5 περιηγητικόν
περιηγητικόςof: masc acc sgπεριηγητικόςof: neut nom /voc /acc sg -
6 περιηγητικήν
περιηγητικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 περιηγητικών
-
8 περιηγητικῶν
-
9 periegesis
periēgēsis, is, f. (περιήγησις), die Beschreibung der Erde, als Titel eines Gedichtes des Avienus u. Priscianus. – Dav. periēgēticus, ī, m. (περιηγητικός), der Reisebeschreiber, Metrodorus, Lact. ad Stat. Theb. 3, 479.
-
10 туристский
турист||скийприл περιηγητικός/ τουριστικός (об иностранном туризме)/ спорт. ἐκδρομικός:\туристскийский лагерь στρατόπεδο ἐκδρομέων. -
11 περιηγητικής
-
12 περιηγητικῆς
-
13 περιηγητικώ
-
14 περιηγητικῷ
-
15 περιηγητικώς
-
16 περιηγητικῶς
-
17 periegesis
periēgēsis, is, f. (περιήγησις), die Beschreibung der Erde, als Titel eines Gedichtes des Avienus u. Priscianus. – Dav. periēgēticus, ī, m. (περιηγητικός), der Reisebeschreiber, Metrodorus, Lact. ad Stat. Theb. 3, 479.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > periegesis
-
18 туристический
επ.τουριστικός, περιηγητικός. -
19 gezginci
πλανόδιος, περιηγητικός
См. также в других словарях:
περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… … Dictionary of Greek
περιηγητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον περιηγητή ή την περιήγηση: Περιηγητικές εντυπώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιηγητικῶν — περιηγητικός of fem gen pl περιηγητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικόν — περιηγητικός of masc acc sg περιηγητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικῆς — περιηγητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικήν — περιηγητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικῶς — περιηγητικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητικῷ — περιηγητικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)