-
1 περιηγητης
-
2 περιηγητής
περιηγητήςone who guides strangers: masc nom sg -
3 περιηγητής
A one who guides strangers, cicerone,π. καὶ ἀρχιατρός IG4.723
([place name] Hermione), cf.3.1335, Plu.2.675e, Luc.VH2.31; at Delphi, Plu.2.395a (pl.), etc.; ὁ π. τῆς εἰκόνος the man who explains it, Luc.Cal.5.II author of geographical descriptions, as Dionysius ὁ περιηγητής; also of Polemo, Ath.5.210a, cf. Plu. Them. 32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγητής
-
4 περιηγητής
ο, περιηγήτρια η турист, -ка, путешественник, -ца -
5 περιηγητής
περι-ηγητής, ὁ, der Herumführende, bes. der Fremde herumführt, ihnen die Merkwürdigkeiten des Ortes zeigt. Daher der Erzähler, bes. der die Merkwürdigkeiten der Völker und Länder beschreibt -
6 gezgin
περιηγητής -
7 περιηγηταί
περιηγητήςone who guides strangers: masc nom /voc pl -
8 περιηγητήν
περιηγητήςone who guides strangers: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 seyyah
περιηγητής, οδοιπόρος -
10 путешественник
-
11 περιηγητάς
περιηγητά̱ς, περιηγητήςone who guides strangers: masc acc plπεριηγητά̱ς, περιηγητήςone who guides strangers: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 περι-ηγητής
περι-ηγητής, ὁ, der Herumführende, bes. der Fremde herumführt, ihnen die Merkwürdigkeiten des Ortes zeigt, Plut. de Pyth. or. 2 u. öfter. Daher der Erzähler, bes. der die Merkwürdigkeiten der Völker und Länder beschreibt, wie Διονύσιος ὁ περιηγητής, Sp., Luc. V. H. 2, 31 Calumn. 5.
-
13 μυστ-αγωγός
μυστ-αγωγός, in die Mysterien einführend, einweihend; βίου, Men. fr. inc. 18 a; Plut. Dion. 56; Hesych. erkl. ἱερεὺς ὁ τοὺς μύστας ἄγων. – Nach Cicer. Verr. 4, 59 in Sicilien auch = περιηγητής.
-
14 Ηλιοδωρος
ὅ Гелиодор1) по прозвищу ὅ Περιηγητής «проводник», афинский писатель, составивший описание афинского Акрополя; ум. в середине II в. до н.э.2) родом из Эмесы, в Сирии, автор любовного романа «Αἰθιοπικά», IV-V вв. н.э. -
15 Παυσανιας
- ου, ион. Παυσᾰνίης, ίεω ὅ Павсаний1) спартанский полководец, победитель при Платеях в 479 г. до н.э.2) внук предыдущего, спартанский царь с 408 г. по 394 г. до н.э., умер в изгнании в 385 г. до н.э.3) македонский военачальник, участник похода против Пердикки в 450 г. до н.э. Thuc.4) убийца Филиппа II Македонского в 336 г. до н.э. Plut.5) ὅ Περιηγητής, греческий историк и географ II в. н.э., автор книги «Περιήγησις τῆς Ἑλλάδος» -
16 Πολεμων
- ονος ὅ Полемон1) родом из Афин, сын Филострата, философ, ученик Ксенократа, умер в 273 г. до н.э. Plut., Diog.L.2) ὅ Περιηγητής, ученик Панетия, философ и географ-путешественник начала II в. до н.э. Plut. -
17 турист
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > турист
-
18 путешествениик
путешествении||км ὁ ὁδοιπόρος, ὁ ταξιδιώτης, ὁ περιηγητής. -
19 турист
туристм ὁ περιηγητής/ ὁ τουρίστα (иностранный)/ спорт. ὁ ἐκδρομέας. -
20 περιηγητή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιηγητής — one who guides strangers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητής — Αυτός που ταξιδεύει με σκοπό την ψυχαγωγία ή τη μόρφωση. Η τάση για περιήγηση χρονολογείται από την αρχαιότητα και κυρίως από τότε που τα ταξίδια έπαυσαν να είναι πολύ επικίνδυνα. Τον 6o αι. π.Χ. αναφέρονται πολλά ονόματα ελλήνων περιηγητών, που… … Dictionary of Greek
περιηγητής — ο θηλ. τρια ο επισκέπτης, αυτός που ταξιδεύει σε διάφορους τόπους: Πολλοί περιηγητές προσπαθούν να μελετήσουν τα ήθη και έθιμα των ντόπιων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιηγηταί — περιηγητής one who guides strangers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητοῦ — περιηγητής one who guides strangers masc gen sg περιηγητός with a border round it masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητῇ — περιηγητής one who guides strangers masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητήν — περιηγητής one who guides strangers masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητῶν — περιηγητής one who guides strangers masc gen pl περιηγητός with a border round it masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεσσήνης — Το μικρό αυτό μουσείο, που στεγάζει μέρος των ευρημάτων της αρχαίας Μεσσήνης, χτίστηκε μεταξύ του 1968 και του 1972 στο χωριό Μαυρομμάτι, που βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Στο αρχικό λιτό κτίριο έγιναν εκτεταμένες επισκευές κατά τη … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
τσακωνική διάλεκτος — Η διάλεκτος των σημερινών Τ. είναι ιδιόρρυθμη, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Είναι η μόνη από τις νεοελληνικές διαλέκτους η οποία δεν προέρχεται από την αττική, όπως όλες οι άλλες, αλλά απευθείας από τη λακωνική, της οποίας αποτελεί συνεχή και… … Dictionary of Greek