-
1 περιβόητος
A noised abroad, much talked of, famous,π. τινὰ ποιεῖν D.34.29
, cf. Com.Adesp.120;π. ξένοι Men.Pk. 281
;π. λαβρώνιος Hipparch.Com.3
;π. στιχίδια Plu. Per.30
;π. καθ' ὅλην τὴν οἰκουμένην ἱερόν LXX 2 Ma.2.22
; ὁ στόλος ..π. ἐγένετο Th.6.31
, cf. D.40.11 ;μέγα καὶ π. ἔργον Men.402.3
.2 in bad sense, notorious, scandalous,ἵνα μὴ π. εἴην Lys.3.30
;π. ἐργαστήριον Antiph.25
;ταύτης τῆς.. αἰσχρᾶς καὶ περιβοήτου συστάσεως D. 18.297
, cf. Din.2.15. Adv. - τως notoriously, Aeschin.1.113, D.17.5.3 [Ἄρης] περιβόατος ἀντιάζων meeting me amid shouts and cries, S.OT 192 (lyr.); περιβοήτους ἀπεργάζεται makes them utter frantic cries, Pl.Phlb. 45e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβόητος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский