-
1 περιαύγεια
περιαύγ-εια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαύγεια
-
2 περιαυγείας
περιαυγείᾱς, περιαύγειαillumination: fem acc plπεριαυγείᾱς, περιαύγειαillumination: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 περιαύγειαι
περιαύγειαillumination: fem nom /voc pl -
4 περιαύγειαν
περιαύγειαillumination: fem acc sg -
5 περιαυγή
περιαυγ-ή, ἡ,A = περιαύγεια, Plu.2.936b (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαυγή
См. также в других словарях:
περιαύγεια — ἡ, Α [περιαυγής] διάχυτο φως … Dictionary of Greek
περιαυγείας — περιαυγείᾱς , περιαύγεια illumination fem acc pl περιαυγείᾱς , περιαύγεια illumination fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαύγειαι — περιαύγεια illumination fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαύγειαν — περιαύγεια illumination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγή — η, Α [περιαυγάζω] περιαύγεια* … Dictionary of Greek