-
1 περιαύγεια
περι-αύγεια, ἡ, das Licht herum, die Beleuchtung -
2 περι-αυγή
περι-αυγή, ἡ, = περιαύγεια, τοῦ ἡλίου, Plut. de fac. orb. lun. 22.
См. также в других словарях:
περιαύγεια — ἡ, Α [περιαυγής] διάχυτο φως … Dictionary of Greek
περιαυγείας — περιαυγείᾱς , περιαύγεια illumination fem acc pl περιαυγείᾱς , περιαύγεια illumination fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαύγειαι — περιαύγεια illumination fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαύγειαν — περιαύγεια illumination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυγή — η, Α [περιαυγάζω] περιαύγεια* … Dictionary of Greek