-
1 минувший
-
2 предыдущий
-
3 прошлый
-
4 истекший
επ. από μτχ.πον6ιέρευσε,διαρρεύσας, που έληξε, περασμένος•истекший год ο περασμένος χρόνος•
истекший день η περασμένη μέρα.
-
5 минувший
επ. από μτχ.περασμένος•-ая пора ο περασμένος καιρός•
-ые годы τα περασμένα χρόνια.
ουσ. ουδ. -ее το παρελθόν. -
6 нестарый
επ., βρ: -стар, -а, -оόχι γέρος, όχι περασμένος•нестарый человек όχι περασμένος άνθρωπος.
|| αγέραστος•-ое лицо αγέραστο πρόσωπο.
-
7 прошедший
επ. από μτχ.περασμένος, παρελθών•прошедший год ο περασμένος χρόνος.
ουσ. -ее ουδ. τα περασμένα, το παρελθόν•забыть -ее ξεχνώ το παρελθόν.
εκφρ.- ее время – (γραμμ.) ο παρελθών χρόνος. -
8 истекший
1. (о жидкости) που διέρευσε 2. (прошедший) περασμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > истекший
-
9 прошедший
1. (прошлый, минувший) περασμένος 2. грам. του παρελθόντοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прошедший
-
10 безвозвратный
безвозвратн||ыйприл1. (утраченный навсегда) περασμένος, χαμένος:\безвозвратныйая потеря ἡ ἀνεπανόρθωτη ἀπώλεια;2. (не подлежащий возврату) χωρίς ἐπιστροφή, ἀγύριστος, ἀνεπίστρεπτος:\безвозвратныйая ссуда δάνειο χωρίς ἐπιστροφή, δάνειο ἀνεπίστρεπτο. -
11 былой
был||ойприл παρελθών, παλη-ός, περασμένος:в \былойые времена́ στά παληά χρόνια, τό πάλαι; \былойая слава τά περασμένα μεγαλεία, ἡ παληά δόξα. -
12 истекший
истекш||ий1. прич. от истечь·2. прил παρελθών, περασμένος, λήξας, διαρρεύσας:в \истекшийем году́ στό χρόνο πού πέρασε, τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι. -
13 минувший
мину́вш||ийприл παρελθών, περασμένος:\минувшийие годы τά περασμένα χρόνια· \минувшийие дни οἱ μέρες πού πέρασαν \минувшийим летом τό περασμένο καλοκαίρι. -
14 прошедший
прошедш||ий1. прич. от пройти·2. прил παρελθών, περασμένος:\прошедшийим летом τό περασμένο καλοκαίρι· \прошедшийее время грам. а) οἱ παρωχημένοι χρόνοι, б) ὁ παρατατικός (при переводе несовершенного вида), в) ὁ ἀόριστος (при переводе совершенного вида). -
15 прошлый
прошл||ыйприл παρελθών, περασμένος:\прошлыйые события τα περασμένα γεγονότα· в \прошлыйом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι· \прошлыйым летом (зимой) τό περασμένο καλοκαίρι (χειμώνας)· Дело \прошлыйое περασμένα ξεχασμένα. -
16 истекший
[ιστιέκσιϊ] επ. περασμένος -
17 минувший
[μινούβσυϊ] εκ. περασμένος -
18 прошлый
[πρόσλυΐ] εκ. περασμένος -
19 истекший
[ιστιέκσιϊ] επ περασμένος -
20 минувший
[μινούβσυϊ] επ περασμένος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περασμένος — η, ο βλ. περνώ … Dictionary of Greek
περασμένος — η, ο (παθ. μτχ. του περνώ) 1. αυτός που έχει περάσει, που έχει ξεπεράσει κάποιο όριο: Είναι περασμένα μεσάνυχτα. 2. αυτός που ανήκει στο παρελθόν: Να μου θυμάει τον πόλεμο, τα περασμένα νιάτα (Σολωμός). 3. προηγούμενος: Τον περασμένο χρόνο. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περαστός — ή, ό 1. ο περασμένος πέρα πέρα, αλλιώς κλειδωτός (όχι καρφωτός). 2. ο περασμένος από τρυπητή, ο σουρωμένος, ο στραγγισμένος: Το φαγητό γίνεται με περαστή ντομάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek
ακατράμωτος — η, ο [κατραμώνω] αυτός που δεν είναι κατραμωμένος, περασμένος με κατράμι, με πίσσα … Dictionary of Greek
ασουβάντιστος — και βάτιστος και ασοβάντιστος, φάντιοτος, η, ο εκείνος που δεν είναι περασμένος, που δεν έχει σκεπαστεί με σουβά, με ασβεστοκονίαμα, που δεν έχει δηλαδή σοβατιστεί … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek