-
21 прошлый
[πρόσλυϊ] επ περασμένος -
22 былой
επ.1. περασμένος, παρελθόντας, παλιός, παρωχημένος•-ая слава η παλιά δόζά•
-ое время ο παλιός καιρός.
2. ουσ. ουδ. -ое το παρελθόν•вспоминать -ое- θυμούμαι το παρελθόν (τα παλιά).
-
23 летошний
-яя, -ееεπ. (διαλκ.) ο περασμένος χρόνος, το παρελθόν έτος. -
24 месяц
-а α.1. μήνας•двенадцать -ев οι δώδεκα μήνες•
месяц солнечный ηλιακός μήνας•
лунный σεληνιακός(συνοδικός) μήνας•
текущий месяц ο τρέχων μήνας•
прошлый месяц ο περασμένος μήνας•
будущий месяц ο ερχόμενος (προσεχής) μήνας•
в начале -а στην αρχή του μήνα•
в конце -а στο τέλος του μήνα.
|| περίοδος τριάντα ημερών•он приедет через месяц αυτός θα έρθει μετά από ένα μήνα (μετά απο 30 περίπου μέρες).
2. φεγγάρι, σελήνη•полный месяц η πανσέληνος•
новый ή молодой месяц καινούριο φεγγάρι•
месяц в ущербе το φεγγάρι είναι στη χάση•
месяц народился το φεγγάρι πιάστηκε.
-
25 намеднишний
επ. (διαλκ.) περασμένος, παρελθών. -
26 отживший
επ.1. γηραλέος. || μτφ. εξασθενημένος• σβησμένος• κρύος.2. μτφ. παλαιωμένος, (ξε)περασμένος•-ее величие περασμένο μεγαλείο.
3. παλαιός, ασύγχρονος, απαρχαιωμένος•-ие идеи παλαιές ιδέες.
-
27 перестарок
-рка α. περασμένος την ηλικία•он не перестарок δεν τον πήραν τα χρόνια σβάρα.
-
28 поздний
-яя, -ееεπ.1. προχωρημένος, περασμένος•поздний час περασμένη ώρα•
они засиделись до -ей ночи αυτοί κάθισαν ως αργά τη νύχτα•
-яя осень τέλος του Φθινοπώρου.
|| τελευταίος•поздний эллинизм η τελευταία ελληνιστική περίοδος•
поздний романтизм η τελευταία περίοδος του ρωμαντισμού.
2. καθυστερημένος, αργοπορημένος. || όψιμος•-ие цветы όψιμα άνθη.
|| απομακρυσμένος, μακρινός•-ие потомки μακρινοί απόγονοι.
εκφρ.самое -ее – το αργότερο. -
29 прошлый
επ.1. περασμένος, παρελθών• προηγούμενος•на -ой неделе την περασμένη βδομάδα•
в -ом году τον περασμένο χρόνο (πέρσι).
2. ουσ. -ое ουδ. το παρελθόν•далкое -ое το μακρινό (απώτερο) παρελθόν:
εκφρ.дело –ое – παλαιά υπόθεση (χωρίς σημασία)•отойти в -ое – ανήκω στο παρελθόν. -
30 тот
та, то (αντων.).1. εκείνος, -η -ο•тот ученик εκείνος ο μαθητής•
та женщина εκείνη η γυναίκα•
то яблоко εκείνο το μήλο•
ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•
с того дня από εκείνη τη μέρα•
с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•
тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•
на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.
|| (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•
собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.
|| αυτός, -ή, -ό•тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•
с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.
2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.
εκφρ.тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περασμένος — η, ο βλ. περνώ … Dictionary of Greek
περασμένος — η, ο (παθ. μτχ. του περνώ) 1. αυτός που έχει περάσει, που έχει ξεπεράσει κάποιο όριο: Είναι περασμένα μεσάνυχτα. 2. αυτός που ανήκει στο παρελθόν: Να μου θυμάει τον πόλεμο, τα περασμένα νιάτα (Σολωμός). 3. προηγούμενος: Τον περασμένο χρόνο. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περαστός — ή, ό 1. ο περασμένος πέρα πέρα, αλλιώς κλειδωτός (όχι καρφωτός). 2. ο περασμένος από τρυπητή, ο σουρωμένος, ο στραγγισμένος: Το φαγητό γίνεται με περαστή ντομάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek
ακατράμωτος — η, ο [κατραμώνω] αυτός που δεν είναι κατραμωμένος, περασμένος με κατράμι, με πίσσα … Dictionary of Greek
ασουβάντιστος — και βάτιστος και ασοβάντιστος, φάντιοτος, η, ο εκείνος που δεν είναι περασμένος, που δεν έχει σκεπαστεί με σουβά, με ασβεστοκονίαμα, που δεν έχει δηλαδή σοβατιστεί … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek