Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περασ(σ)αι

  • 1 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 2 πέρνημι

    Grammatical information: v.
    Meaning: `to take for selling, to sell' (Il.).
    Other forms: πέρναμαι (Il.), aor. περασ(σ)αι (Il., also Aeol. a. Ion. inscr.) w. fut. inf. περάαν (Φ 454), pass. πρᾱθῆναι, Ion. πρηθ-, w. fut. - ήσομαι, perf. midd. πέπρᾱμαι, - ημαι (IA.), w. fut. πεπράσομαι (Ar., X.); as young Att. innovations act. πέπρᾱκα and pres. πιπράσκομαι, later (Thphr. [?], Luc., Plu.), - ήσκω (Call.); further forms: ἔπρησα (Samos VIa; to ἐπήθην), πέρνησον πώλησον H. (from present); πεπερημένος (Φ 58; for πεπρημένος after περάσαι).
    Compounds: Also w. ἀπο-, παρα-, συν- a.o..
    Derivatives: 1. πρᾶσις, Ion. πρῆσις f. ( διά-, ἀπό- πέρνημι a.o.) `sale' (IA.) with πράσιμος `for sale' (Pl., X.; Arbenz 64 a. 66). 2. ἀπόπραμα n. `sub-letting' (hell. pap.). 3. πρατήρ, Ion. πρη- m. `salesman' (IA.) with - ήριον n. `selling point, market' (Hdt.; hell.); also πράτωρ, - ορος m. `id.' (hell. inscr. a. pap.; προ- πέρνημι Din. a. Is. in Poll.) with πρατορεύω `to act as a salesman' (Tenos IIIa). 4. πράτης, - ου m. `id.' (also συμ-, προ- πέρνημι; Att. orator in Poll., pap.); in late papp. etc. often in compounds like ἐλαιο-, οἰνο-πρά-της; cf. also Fraenkel Nom. ag. 1, 43 f. a. 214. 5. πρατικός in -ή, - όν `sales tax', resp. `sale on commission' (pap.).
    Origin: IE [Indo-European] [817] * perh₂- `sell'
    Etymology: The system περᾰ́-σαι: πέ-πρᾱ-μαι, πρᾱ-θῆναι agrees with zu κερᾰ́σαι: κέ-κρᾱ-μαι, κρᾱ-θῆναι; also with πελᾰ́-σαι: πέ-πλη-μαι, πλῆ-το (s. κεράννυμι and πέλας) etc.; to this πέρ-νη-μι, περ-να-μαι with analog. ε for orig. zero grade, which appears in πορνάμεν πωλεῖν, πορνάμεναι πωλούμεναι H. (Aeol.). The antiquity of this present formation is shown by the identical forms in Celt., OIr. renim `sell' (IE *pr̥-neh₂-: *pr̥-nh₂-); cf. κίρνημι, πίλναμαι. Further without exact non-Gr. agreement. The word represents an old branch of the great family of πείρω, πέρᾱ (s. vv.); on the development of the meaning Schulze Kl. Schr. 203 n. 3, Benveniste BSL 51, 38. -- As present and aor. act. were used for the vanishing πέρνημι, πέρναμαι and περάσαι, esp. in Ion. and Att., other verbs: πωλεῖν ( πωλῆσαι) and ἀποδόσθαι ( ἀποδίδοσθαι), also in fut. πωλήσω and ἀποδώσομαι; s. Chantraine Rev. de phil. 66, 11ff. w. further details a. lit. S. also πόρνη.
    Page in Frisk: 2,516-517

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέρνημι

См. также в других словарях:

  • περασμός — ο, ΝΑ νεοελλ. διάβαση, πέρασμα αρχ. τέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. ἐ πέρασ α τού περῶ + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»