-
1 περίρρυτος
A surrounded with water, π. κρήτη sea-girt Crete, Od.19.173, cf. Hes. Th. 193, 290 ; Λιβύη, Εὐρώπη, Hdt.4.42,45 ; πόλεις A.l.c., cf. S.Ph.1, Th.4.64, Plu.2.941c, Aristid.Or.44(17).8 ;Ὠκεανὸς τῷ πᾶσα π. ἐνδεται χθών Neoptol.2
.2 [voice] Act., flowing round, c. gen., περιρρύτων ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδιων Σικελίας over the barren plains that flow round Sicily, i.e. the sea, E.Ph. 209 (lyr., sed leg. - ρρύτῳ).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίρρυτος
-
2 περίρρυτος
περί-ρρυτος ( σρέω): flowed around, sea-girt, Od. 19.173†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περίρρυτος
См. также в других словарях:
κατάρρυτος — η, ο (Α κατάρρυτος, και κατάρυτος, ον) αυτός που διαρρέεται από πολλά νερά, αυτός που ποτίζεται άφθονα (α. «κατάρρυτος αγρός» β. «γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος», Αιλ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω 2. αυτός που έχει κατακλυστεί από νερά 3.… … Dictionary of Greek
περίρρυτος — η, ο / περίρρυτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που περιρέεται, που περιθρέχεται ολόγυρα από νερό, από θάλασσα («Κρήτη... μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ... περίρρυτος», Ομ. Οδ.) 2. ενεργ. αυτός που περιρρέει, που περιβρέχει ολόγυρα κάτι, που περιβάλλει κάτι ολόγυρα.… … Dictionary of Greek