-
1 πλέω
Grammatical information: v.Meaning: `to travel by sea, to sail, to navigate', w. prefix also `to swim, to flow' (Il.).Other forms: Aor. πλεῦσαι (Att.), fut. πλεύ-σομαι (Il.), - σοῦμαι (Att.), - σω (hell.), perf. πέπλευκα (S.), pass. πέπλευσμαι (youngtt.), πλευ-σθῆναι, - σθήσομαι (Arr.).Derivatives: πλόος, contr. πλοῦς ( ἀνά-, ἐπί-, περί-πλέω etc.) m. `navigation, seafaring', also `traveling time, traveling wind' (IA.); compp., e.g. εὔ-πλοος `with a good seafaring, navigating well' (Erinn., Theoc.) with - ίη, - ια f. (ep. poet. Il.), περί-πλους adj. `possible to sail round' (Th.), `sailing round' (AP), also `encasing' (Hp.; cf. ἐπίπλοον). From πλόος 1. the old inherited i̯o-deriv. πλοῖον n. `craft, ship' (IA; cf. bel.) with πλοι-άριον (Ar., X.), - αρίδιον (pap.); 2. πλόϊμος `navigable' (Att.), often written πλώϊμος after πλώω etc. (cf. Arbenz 48 f.); 3. πλοώδης `swimming, flowing', i.e. `not fixed, mobile' (Hp.), s. Strömberg Wortstud. 25; 4. πλοϊκός `id.' (Suid.); but 5. πλοί̄ζω `to commit navigation' (hell.) rather for older deverb. πλωΐζω (s. πλώω). -- From πλέω also the very rare πλεῦσις (simplex only H. s. νεῦσις), a.o. in ἐπίπλευσις f. `attack at sea' (Th. 7, 36 beside ἀνάκρουσις; otherwise ἐπίπλους). On πλεύμων, πλοῦτος s. v.Etymology: The primary themat. root-present πλέ(Ϝ)ω agrees with Skt. plávate `swimm, flow', OCS plovǫ, pluti ' πλέω', prob. also with Lat. pluit `it rains' (from * plovit \< * plevit; cf. Ernout-Meillet s. v.); with πλεύσομαι agrees, prob. as parallel innovation, Skt. ploṣyati. Beside the nom. actionis πλό(Ϝ)ος stands in Skt. with expected oxytonesis the nom. agentis plavá- m.; with this identical Russ. plov `ship, barge' and Toch. B plewe `ship' (IE *plou̯os). Thus πλοῖον (for *πλόϜιον) = OWNo. fley n. `ship'. Furher forms, for Greek without interest, with rich lit. in WP. 2, 94f., Pok. 835ff., W.-Hofmann s. pluō, Mayrhofer s. plávate and plaváḥ, Fraenkel s. pláuti; on related rivernames, e.g. NHG Fliede(n), Krahe Beitr. z. Namenforsch. 9, 1ff. -- S. also πλώω, πλύνω; (not πολύς)}.Page in Frisk: 2,559-560Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλέω
-
2 τανύω
A- ύσω AP5.261
(Paul. Sil.); [dialect] Ep.- ύω Od.21.152
, 174, : [tense] aor. ἐτάνῠσα, [dialect] Ep.ἐτάνυσσα Od.24.177
;τάνυσσα Il.14.389
; part.τανύσας Hp.Steril.244
:—[voice] Med., [dialect] Ep.[tense] fut. τανύσσομαι in pass. sense, Archil.3: [dialect] Ep. [tense] aor. part.τανυσσάμενος Il.4.112
:—[voice] Pass., [ per.] 3sg. [tense] pf.τετάνυσται Od.9.116
; part.τετανυμένος Gal.13.991
, τετανυμμένος (sic) Dioscorus in PLit.Lond. 98 ii 10: 3 [tense] fut.τετανύσσεται Orph.L. 324
: [tense] aor. , etc., [dialect] Ep. [ per.] 3pl.τάνυσθεν Il.16.475
, Od.16.175. [[pron. full] ῠ always, exc. ἐκτανῡειν (s.v.l.) in Anacreont.35.5.] [dialect] Ep. Verb (used twice by Pi., never by Trag.):—stretch, strain,βοείην Il.17.390
, 391; ἶριν ib. 547; τ. βιόν string a bow, Od.24.177; οὐ μὲν ἐγὼ τανύω I cannot string it, 21.152, cf. 171, 174 (so in [voice] Med., τὸ μὲν [τόξον].. τανυσσάμενος having strung his bow, Il.4.112, cf. Archil.3); of putting the strings to a harp,ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν Od.21.407
(also in [voice] Med.,ὀΐων ἐτανύσσατο χορδάς h.Merc.51
); τ. κανόνα pull the weaving-bar in, in weaving, Il.23.761; ὅππως.. τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν how to urge on [the horses], ib. 324; ἐπὶ Ἀκράγαντι τανύσσας (sc. ὀϊστούς) having aimed them, Pi.O.2.91; ἐπ' Ἰσθμῷ ἅρμα τάνυεν was driving it to the Isthmus, ib.8.49; τ. ὦτα λόγοις lend attentive ear, AP7.562 (Jul.); τ. ὄμμα ἐπί τινος, ἐς οὐρανόν, ib.5.261 (Paul. Sil.), 9.188:—[voice] Pass., to be stretched or strained, γναθμοὶ τάνυσθεν (for ἐτανύσθησαν ) the hollow cheeks filled out, Od.16.175;τετάνυστο λαίφεα A.R.1.606
.2 metaph., strain, make more intense,μάχην Il.11.336
;ἔριδα 14.389
;κακὸν πόνον 17.401
: more fully, ὁμοιίου πτολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν (cf. ) 13.359:—[voice] Pass., strain or exert oneself, run at full stretch, of horses galloping, ; ἐν ῥυτῆρσι τάνυσθεν ib. 475; of mules,ἄμοτον τανύοντο Od.6.83
.II stretch out in length, lay out, lay, ;ἔγχος ἐπ' ἰκριόφιν τ. νεός Od.15.283
; ἐτάνυσσε τράπεζαν set out a long table, 4.54, 15.137; τ. τινὰ ἐν κονίῃς, ἐπὶ γαίῃ, lay one in the dust, stretch him at his length, Il.23.25, Od.18.92; ἕνα δρόμον τ. form one long flight, of cranes, Arat.1011:—[voice] Pass., lie stretched out, τάπης τετάνυστο was spread, Il.10.156;σύες.. εὑόμενοι τανύοντο διὰ φλογός 9.468
;ἐπ' αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο Od.4.135
; extend, ; ; ἐτανύσθη πάντῃ he stretched himself every way, Hes.Th. 177;ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς Il.20.483
, cf. 13.392, etc. (so in [voice] Med.,κεῖτο τανυσσάμενος Od.9.298
); also τρίβος τετάνυστο the path stretched away, Theoc.25.157;νὺξ τετάνυσται Arat.557
; πλόος τ. A.R.4.1583 (dub. l.). -
3 ἤδη
a nowIεἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει P. 2.59
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν P. 5.21
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον P. 5.52
II already, ere nowἤδη γὰρ αὐτῷ ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76
πατρὶ ἵκοντι νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87
ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.102
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.57
“ ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” P. 4.157ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις P. 9.67
ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.22
ὁ δ ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.55
g now (for all time), finallyἀλλ' ἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.12
b at onceἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.22
ἱερὰν νᾶσον ἤδη λιπὼν P. 4.7
Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας P. 4.169
εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 2. -
4 κεῖνος
κεῑνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οις, -οισι(ν), -ους; -αι; κεῖνο nom., acc., -α acc.: ἐκεῖνος codd., O. 2.99, O. 3.31, O. 6.102, O. 10.30, O. 10.41, O. 13.76, O. 13.87, P. 3.55, N. 3.11, N. 5.22, I. 8.65, fr. 137. 1, corr. Boeckh.)1 that, those cf. Des Places, 67.a with prior reference.ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα those 29 victories of the trainer Melesias O. 8.62 κεῖνον κατὰ χρόνον sc. of his victory O. 10.102 κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει Typhos P. 1.25 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron. P. 1.42 κείνας ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους those with which he won his victory P. 2.8 “ κεῖνος ὄρνις” P. 4.19 “ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” Libya P. 4.48ἀλλ' ἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον P. 4.243
καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας Damophilos P. 4.289 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (τὸν Ἀρκεσίλαν. Σ.) P. 5.107κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν P. 9.68
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς Chromios N. 1.9 ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμόν ( Αἰδώς v. 33) N. 9.36 κείνων λυθέντες ( δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35. ]αι κείνῳ χρόνῳ Δ. 4. d. 1. pro subs., emphasising some previously mentioned person or thing, ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή (Hieron v. 23) O. 1.101 καὶ κεῖνος, ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (Theron v. 95) O. 2.99 κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ἐπίστανται ( ἡμίονοι v. 22) O. 6.25 κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (Hermes v. 79) O. 6.80 θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι (the relatives of Hagesias in Stymphalos and Syracuse, cf. οἴκοθεν οἴκαδ v. 99) O. 6.102 κείνοισι μὲν — πολὺν ὗσε χρυσόν (the Rhodians v. 48: κείνοις ὁ coni. Mingarelli) O. 7.49 κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα (Melesias v. 54) O. 8.62 κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν ( Χάριτες v. 27) O. 9.28 κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( λαοί v. 46) O. 9.53 δάμασε καὶ κείνους (Kteatos and Eurytos v. 28) O. 10.30 καὶ κεῖνος ( Αὐγέας v. 35) O. 10.41 ἀπὸ κείνου χρήσιος (Polyidos v. 75) O. 13.76 σὺν δὲ κείνῳ (Pegasos v. 86) O. 13.87 τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna v. 60) P. 1.61 ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Asklepios from v. 53) P. 3.55 τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (Hieron v. 72) P. 3.75 μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν (the golden fleece v. 69) P. 4.69 “ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” (the family of Cheiron v. 105) P. 4.105 κείνου γε κατὰ κλέος (Jason v. 123) P. 4.125 σὺν κείνοισι (with his relatives = οἱ δ v. 133) P. 4.134 “ κείνων φυτευθέντες” (Kretheus and Salmoneus v. 143) P. 4.144 κεῖνος γὰρ (Damophilos v. 281) P. 4.281 κεῖνόν γε καὶ (Battos v. 55) P. 5.57 κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (the marriage of Apollo and Cyrene v. 66) P. 9.68 κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν (Nereus v. 94) P. 9.95πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.123
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν ( τινα v. 64) N. 1.68 ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (the triumph singers v. 4) N. 3.11 κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι (Kallikles v. 80) N. 4.85 πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός (Aiakidai v. 15) N. 5.22 ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (Peleus v. 26) N. 5.30 καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος (Peleus v. 36: καὶ σοῦ e Σ Christ) N. 5.43 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν (Praxidamos v. 15) N. 6.17 ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Aiakos v. 8) N. 8.10 κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν ( Φθόνος, from φθονεροῖσι v. 21) N. 8.23 ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν (Amphitryon v. 13) N. 10.14 κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (Lynkeus v. 61) N. 10.62 κεῖνοι γὰρ (Kastor and Iolaos v. 16) I. 1.17 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Aiakidai v. 43) I. 5.47 πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα (Telamon v. 26) I. 6.31 ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας (Nikokles v. 64) I. 8.65 κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος (the ancestors of the Abderitans v. 59) Πα. 2.. Διὸς παῖς ὁ χρυσός. κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. as antecedent of preceding relative clause, οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2.b without prior reference. ( θεὸς)ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
, cf. O. 6.1022 τοιοῦτος, such a one as that εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.7 προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (τουτέστι τὸν τοιοῦτον. Σ: such as Homer lit for Aias) I. 4.43 σειρῆνα δὲ κόμπον μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.3 fragg. ]ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19
κείνῳ μὲν Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν (Teuffel: ἐκεῖνα κοινὰ εἶσ codd.) fr. 137. 1. κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143.
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский