-
1 περιφοβος
2крайне испугавшийся, перепуганный(τινος Plat., περί τινος Polyb. и πρός τι Arst.)
π. ἀνηγέρθη Xen. — он в страхе проснулся -
2 περίφοβος
περίφοβοςin great fear: masc /fem nom sg -
3 περίφοβος
περίφοβος, ον,A in great fear, (lyr.), cf. Th.6.36, X.An.3.1.12, Lycurg.40, Hyp.Ath.13; τινος of a thing, Pl.Phdr. 239b;περὶ σφῶν αὐτῶν Plb.5.74.3
; πρὸς τὸν θάνατον μαλακὸς καὶ π. Arist.EE 1229b7. Adv. - βως Epicur.Fr. 532, D.H.11.22, Plu.Arat.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίφοβος
-
4 περίφοβος
ος, ον см. περίτρομος -
5 περίφοβος
περί-φοβος, ganz in Furcht gesetzt, sehr erschrocken -
6 περιφόβως
περίφοβοςin great fear: adverbialπερίφοβοςin great fear: masc /fem acc pl (doric) -
7 περίφοβον
περίφοβοςin great fear: masc /fem acc sgπερίφοβοςin great fear: neut nom /voc /acc sg -
8 περιφόβοις
περίφοβοςin great fear: masc /fem /neut dat pl -
9 περιφόβου
περίφοβοςin great fear: masc /fem /neut gen sg -
10 περιφόβους
περίφοβοςin great fear: masc /fem acc pl -
11 περιφόβων
περίφοβοςin great fear: masc /fem /neut gen pl -
12 περίφοβα
περίφοβοςin great fear: neut nom /voc /acc pl -
13 περίφοβοι
περίφοβοςin great fear: masc /fem nom /voc pl -
14 ὀρθός
ὀρθός, (ὄρνυμι), grade; – a) grade in die Höhe, aufrecht, gradestehend; στῆ δ' ὀρϑός, Il. 23, 271 u. öfter; οὐδ' ὀρϑὸς στῆναι δύναται ποσίν, Od. 18, 241; ὀρϑὸς ἀναΐξας, 21, 119; auch ὀρϑῶν ἑσταό-των ἀγορή, Il. 18, 246; ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρϑῶν ἑσταότων, er betastete die Rücken der Schaafe, die nicht mehr lagen, sondern auf ihren Füßen standen, Od. 9, 442; ὀρϑαὶ δὲ τρίχες ἔσταν, Il. 24, 359; vgl. Hes. O. 542; ἄνα δ' ἐπᾶλτ' ὀρϑῷ ποδί, Pind. Ol. 13, 69; ὀρϑὸν ἄντεινεν κάρα, N. 1, 43; ὀρϑαῖς κιόνεσσιν, P. 4, 267; ὀρϑῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ, I. 6, 12, schon übtr., wie noch bestimmter, ἔστασεν ὀρϑούς, P. 3, 53, wie wir sagen: er stellte sie wieder her, brachte sie vom Krankenlager wieder auf die Beine; τίϑησιν ὀρϑὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα, Aesch. Eum. 284; ὀρϑὸν αἴρεις κάρα, Ch. 489; ἴππος ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27; τὸν δ' ὀρϑὸν ἄνω κίονι δήσας, Ai. 235, vgl. El. 713. 732; übertr., στάντες δ' ἐς ὀρϑὸν καὶ πεσόντες ὕστερον, O. R. 50; εἰς τίν'. ἐλπίδων βλέψασ' ἔτ' ὀρϑήν; El. 947; ἐς ὀρϑὸν ἐκφέρει μαντεύματα, O. C. 1426; δι' ὀρϑῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν, glücklich den Staat lenken, Ant. 981; ἀνῇξεν ὀρϑὸς λαός, Eur. Phoen. 1469; ὀρϑὸν κρᾶτ' ἔστησαν, Hipp. 1203, öfter; κυρβασίας εἰς ὀξὺ ἀπιγμένας ὀρϑὰς εἶχον, Her. 7, 64, vgl. 2, 51; von Gebäuden, stehend, im Ggstz des Niedergerissenen, νομίζοντες ἀδικεῖσϑαι τοῦ Πανάκτου τῇ καϑαιρέσει ὃ ἔδει ὀρϑὸν παραδοῦναι, Thuc. 5, 42; ὀρϑὸς ἑστηκώς, Plat. Men. 93 d u. öfter; übertr., ὀρϑὴ ἂν ἡμῶν ἡ πόλις ἦν καὶ οὐκ ἂν ἔπεσε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Lach. 181 b; ὀρϑὴ πάλη, = ὀρϑοπάλη, Legg. VII, 796 a; ἀ ναβλέπειν ὀρϑοῖς ὄμμασιν, Xen. Hell. 7, 1, 20; Sp., ὀρϑότεραι προςερειδόμεναι κλίμακες, steiler, Pol. 9, 19, 7. – b) in grader Richtung fortgehend, in grader Linie; ὀρϑὸς ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, der Sonne grade gegenüber, Hes. O. 729; im Ggstz des Krummen, Schiefen, κέλευϑος, Pind. P. 11, 39; ὀρϑὴν κελεύεις, gradeaus, Ar. Av. 1; βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος ὀρϑὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται, Soph. Ai. 1233; ὀρϑὴν παρ' οἶμον, Eur. Alc. 838; ἐπορεύετο ὀρϑόν, Plat. Conv. 190 a; γωνία, rechter Winkel, Tim. 53 d; Mathem. – Bei den Gramm. ist ἡ ὀρϑή, sc. πτῶσις, casus rectus, der Nominativ. – c) recht, richtig, wahr; ἄγγελος, Pind. Ol. 6, 90; ἀγγελία, P. 4, 279; νόος, φρήν, 10, 68 Ol. 8, 24; ἔστασαν ὀρϑὰν καρδίαν, P. 3, 96; auch ὀρϑὰν φυλάσσοισιν Τένεδον, in gutem Zustande, N. 11, 5; μάρτυρες, Aesch. Eum. 308; μόνοι δ' ἐμμένοντες ὀρϑῷ νόμῳ, Soph. Ai. 343; ὀρϑὰ μαρτυρεῖν, 347; κἀξ ὀρϑῆς φρενός, 528, öfter; ὀρϑὰ νοεῦντες, Her. 8, 3; ὀρϑῷ λόγῳ πατήρ, in Wahrheit, 6, 68; ὀρϑὸς λόγος Plat. Phaed. 73 a u. A.; ὁ ὀρϑὸς νομοϑέτης, Plat. Legg. II, 660 a; ὀρϑὴ γὰρ ἡ παροιμία, Soph. 231 c; κατ' ὀρϑόν, recht, richtig, Tim. 44 b; ἐν τῇ κατ' ὀρϑὸν χρείᾳ, Legg. II, 652 a; τὸ ὀρϑότατόν ἐστιν ἀμφοτέρων μετασχεῖν, Gorg. 485 a; Sp. – Aber auch = aufgeregt, gespannt; Ἑλλὰς πᾶσα ὀρϑὴ ἐφ' οἷς σὺ τυγχάνεις εἰςηγούμενος, Isocr. 5, 70, vgl. 16, 7; διὰ φόβον, D. Sic. 16, 84; ὀρϑοὶ καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις, Pol. 28, 15, 11; καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις, 3, 112, 6; ἐν ὀρϑῷ κεῖται ἡ βασιλεία αὐτῷ, gut stehen, 31, 15, 1; – μανία, der rechte, wirkliche Wahnsinn, Ael. H. A. 11, 32. – Adv., ὀρϑῶς φρονεῖν, recht, richtig, Aesch. Prom. 1002, καὶ ἐνδίκως, Spt. 387, φράσαι, Ch. 519, μάϑ' ὡς ὀρϑῶς ἐρῶ, Eum. 627, wie ὀρϑῶς ἔλεξας Soph. Phil. 341; φρονεῖν, O. R. 650; auch εἰς ὀρϑὸν φρονεῖν, frg. 543, was bei B. A. 92 καλῶς φρονεῖν erklärt ist, wofür Eur. ὀρϑὰ φρονεῖν sagt, Med. 1129, neben häufigem Gebrauch des adv.; Plat. oft, bes. auch in Antworten, ganz recht, richtig, Prot. 359 e u. sonst; auch οἱ ὀρϑῶς φιλομαϑεῖς, auf rechte Weise, Phaed. 67 b; ὁ ὀρϑῶς κυβερνήτης, Rep. I, 341 c; ὀρϑῶς λογίζεσϑαι, richtig erwägen, Xen. Cyr. 2, 2, 14 u. Sp.; ὀρϑῶς ἵσταντο, Pol. 23, 12, 3.
-
15 αβοηθητος
21) неизлечимый(ἕλκος, πληγαί Polyb.; πάθος Plut.)
2) бесполезный, бессильный(τοῦ φαρμάκου δύναμις Plut.; ἐπικουρία Diod.)
3) беспомощный, покинутый(περίφοβος καὴ ἀ. Plut.)
-
16 ανεγειρω
1) пробуждать, будить(τινὰ ἐξ ὕπνου Hom.; μναμοσύναν Pind.)
περίφοβος ἀνηγέρθη Xen. — он в страхе проснулся2) подбодрять, возбуждать(ἑταίρους ἐπέεσσι Hom.; κῶμον Pind.)
; горячить(ἵππον Xen.)
3) начинать, запевать(μολπήν Arph.)
4) воздвигать, возводить(δώματα Anth.)
-
17 ορθος
лак. ὀρσός 31) прямо стоящий, вставший, поднявшийсяστῆ δ΄ ὀ. Hom. — он встал;
(ὅ ἵππος) ἵσταται ὀ. Her. — конь поднялся на дыбы;ὀρθαὴ τρίχες ἔσταν Hom. — волосы встали дыбом;ὀρθὸν αἴρειν κάρα Aesch. — (высоко) поднять голову;ὀρθὸν οὖς ἱστάναι Soph. — настораживать ухо;ὀρθῶν ἑσταότων ἀγορή Hom. — совещание, проведенное стоя;κλίμακες ὀρθότεραι προσερειδόμεναι Polyb. — лестницы, слишком круто приставленные;κυρβασίαι ὀρθαί Her. — прямые, т.е. высокие шапки;ὀρθὸν πόδα τιθέναι Aesch. — величественно шествовать2) прямолинейный, прямой(βέλος Aesch.; sc. ὁδός Arph.)
ὀρθέ γωνία Plat. — прямой угол;ὀ. ἀντ΄ ἠελίοιο τετραμμένος Hes. — повернувшись прямо к солнцу, прямо против солнца;ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν и ὀρθοῖς ὄμμασιν Soph. — глядя прямо, т.е. со спокойным взором3) целый, исправный, неповрежденный, невредимый(ὀρθὸν ἀποδοῦναι или παραδοῦναί τι Thuc.)
ὀρθὸν στῆσαί τινα Pind. — сохранить (спасти) кого-л.4) верный, правдивый, правильный, справедливый(ἀγγελία Pind.; μάρτυρες Aesch.)
ἐξ ὀρθῆς φρενός Soph. — от чистого сердца;ὀρθῷ λόγῳ Her. — по правде говоря5) истинный, подлинный, настоящий(πολιτείαι Arst.)
6) твердый, непреклонныйὀρθοὴ τὰς ψυχάς Plat. — твердые духом
7) настороженный, возбужденный, встревоженный, взволнованный(διὰ τὸν φόβον Diod.)
ὀρθέ καὴ περίφοβος ἦν ἥ πόλις Polyb. — город был взволнован и перепуган - см. тж. ὀρθά, ὀρθή и ὀρθόν -
18 испуганный
επ. από μτχ.φοβισμένος, τρομαγμένος, έμφοβος, περίφοβος, περιδεής. -
19 опасливый
επ., βρ: -лив, -а, -о, επιφυλακτικός, προσεχτικός, συνετός. || περίφοβος, περιδεής, έμφοβος. -
20 трепетный
επ., βρ: -тен, -тна, тно1. τρεμουλιάρικος, τρεμάμενος, τρεμώδης•-ая рука τρεμουλιάρικο χέρι•
-ое дыхание το κοντανάσαιμα•
-ое сердце σπαραγμένη καρδιά.
|| που τρεμοφέγγει, που τρεμολάμπει, που τρεμοσβήνει, που λαμπυρίζει. || (για φωνή, ήχο) τρεμουλιαστός.2. ταραγμένος, ανήσυχος• αγωνιώδης.3. περίτρομος, περίφοβος, περιδεής, καταφοβισμένος, κατατρομαγμένος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περίφοβος — in great fear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφοβος — η, ο / περίφοβος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ φοβισμένος. επίρρ... περιφόβως ΝΜΑ με πολύ μεγάλο φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φόβος (πρβλ. επί φοβος)] … Dictionary of Greek
περίφοβος — η, ο ο πολύ φοβισμένος, ο περίτρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιφόβως — περίφοβος in great fear adverbial περίφοβος in great fear masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφοβον — περίφοβος in great fear masc/fem acc sg περίφοβος in great fear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόβοις — περίφοβος in great fear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόβου — περίφοβος in great fear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόβους — περίφοβος in great fear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόβων — περίφοβος in great fear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφοβα — περίφοβος in great fear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφοβοι — περίφοβος in great fear masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)