Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περίστῡλος

См. также в других словарях:

  • περίστυλος — ο / περίστυλος, ον ΝΑ [στύλος] 1. (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από κιονοστοιχία, περίπτερος 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστυλο(ν) αρχιτ. συγκρότημα από σειρά ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα οικοδόμημα, κυρίως ναό ή αυλές… …   Dictionary of Greek

  • περίστυλος — η, ο αυτός που περιβάλλεται από στύλους, αλλιώς περίπτερος: Περίστυλος ναός του Παρθενώνα. Το ουδ. ως ουσ., περίστυλο βλ. περιστύλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίστυλος — περίστῡλος , περίστυλος surrounded with a colonnade masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόναος — Έτσι ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Βυζαντινούς, ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν μπροστά από τον κυρίως ναό. Ήταν γνωστός και ως πρόθυρο ή πρόδρομος. Στη χριστιανική αρχιτεκτονική, ο π. ονομαζόταν νάρθηκας και συχνά ήταν… …   Dictionary of Greek

  • περίστυλον — surrounded with a colonnade neut nom/voc/acc sg περίστῡλον , περίστυλος surrounded with a colonnade masc/fem acc sg περίστῡλον , περίστυλος surrounded with a colonnade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Перистиль — на картине английского художника XIX века Перистиль открытое пространство, как правило, двор, сад или площадь, окружённое с четырёх сторон крытой колоннадой. Термин происходит от др. греч …   Википедия

  • peristilo — (Del gr. peristylon.) ► sustantivo masculino 1 ARQUITECTURA Galería de columnas que rodea un edificio o parte de él. 2 ARQUITECTURA Lugar rodeado de columnas por la parte interior. * * * peristilo (del lat. «peristӯlum», del gr. «perístylos») m.… …   Enciclopedia Universal

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περικίων — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, ο περίστυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κίων, ονος (πρβλ. αμφι κίων)] …   Dictionary of Greek

  • περιστυλούμαι — όομαι, Μ [περίστυλος] περιβάλλομαι από κιονοστοιχίες …   Dictionary of Greek

  • περιστύλιο — Έτσι ονομάζονταν οι στοές που περιέβαλλαν τον υπαίθριο χώρο των ναών και άλλων οικοδομημάτων, και που στηρίζονταν σε κολόνες. Το κανονικό περιστύλιο διαδόθηκε περισσότερο στους ελληνιστικούς χρόνους, τον 4o και 3o αι. π.Χ., οπότε όλα τα δημόσια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»