-
1 περίστειξας
περιστείχωgo round about: aor ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 περι-στείχω
περι-στείχω, im Kreise herumgehen, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt, Od. 4, 277.
-
3 περιστείχω
A go round about, c. acc.,τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277
, cf. AP5.138 (Mel.): abs.,περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13
, dub. in Alc.Com.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστείχω
-
4 στείχω
Aστίχῃ Hdt.1.9
(v.l. στείχῃ): [dialect] Ep. [tense] impf.στεῖχον Il.9.86
, etc.: [tense] aor. 1 ἔστειξα (only in compd.περίστειξας Od.4.277
): [tense] aor. 2ἔστῐχον Il.16.258
, Call.Del. 153, Theoc.25.223, etc., but never in Trag.:—Poet. Verb, used by [dialect] Ep., Lyr., Trag. (also [dialect] Aeol., Sapph. Supp.16, Alc. 19, and in [dialect] Aeol. Prose, IG12(2).6.6 (Mytil., iv B.C.), Inscr.Perg.5.25 (Temnos, iii B.C.); used by Cic.Att.6.5.2 in a mockheroic phrase, ἐξ ἄστεος ἑπταλόφου στείχων): walk, march, go or come, the direction being given by a Prep. or by the context,a of motion to or towards,πρὸς οὐρανόν Od.11.17
;ποτὶ πύργους A.Th. 297
(lyr.);πρὸς δόμους Id.Ag. 1657
(troch.);πρὸς φίλων τάφον E.Or. 97
;στεῖχ' εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Mnesim.4.2
(anap.);ἐπὶ τὴν εὐνήν Hdt.1.9
; σ. ἀνά, κατὰ ὁδόν, Od.23.136, 17.204;ἀνὰ ἄστυ 7.72
;δι' ἄστεως A.Supp. 496
; ;ἐς Ἅιδην κατ' ἄκρας E. Hipp. 1366
(anap.);θύραζε Od.9.418
; ; : c. acc. loci, go to, approach, γύας, πόλιν, δόμους, A.Pr. 708, Supp. 955, S.OC 643: abs., Id.Tr. 179, E.Rh. 992 (anap.).b of motion from, ἀπ' Ἄργεος ς. Il.2.287;ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th. 690
; ;οἴκοθεν Pi.N.9.20
: abs., go, depart,στείχωμεν A.Pr.81
, cf. Ch.98, S.Ant.98, Fr. 257.2 march in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος) , ἐς πόλεμον ς. march to war, Il.2.833;οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον 16.258
; σ. ἐπὶ τοὺς ξείνους against them, Hdt. 9.11; ἐν εὐθείαις ὁδοῖς ς. Pi.N.1.25.3 c.acc. cogn.,ὁδούς A.Ag. 81
(anap.);τὰν νεάταν ὁδόν S.Ant. 808
(lyr.);ἀνὴρ ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις στείχει πρὸς πύργον A.Th. 467
.4 metaph.,ἀοιδὰ σ. ἀπ' Αἰγίνας Pi.N.5.3
;ἐπ' ἐμοὶ ῥιπή A.Pr. 1090
(anap.);ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Id.Th. 534
;πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα.. κακά S.Ant.10
; τὴν ἄτην.. στείχουσαν ἀστοῖς ib. 186. (Cf. Skt. stighnoti 'step up, mount', Goth. steigan 'climb'.) -
5 ἀμφαφάω
ἀμφ-αφάω, part. ἀμφαφόων, -όωσα, mid. inf. - άασθαι, ipf. - όωντο: feel about, handle, esp. to test or examine something; τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα (Helen walks around the Trojan horse and ‘feels over’ it, while the Greeks are concealed within), Od. 4.277; of examining a necklace, χερσίν τ' ἀμφαφόωντο, Od. 15.462.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφαφάω
-
6 περιστείχω
περι-στείχω, aor. περίστειξας: walk around, Od. 4.277†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περιστείχω
-
7 περιστείχω
περι-στείχω, im Kreise herumgehen; τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt
См. также в других словарях:
περίστειξας — περιστείχω go round about aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
περιστείχω — Α 1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.) 2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ. β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek