Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεπύκνωται

См. также в других словарях:

  • πεπύκνωται — πυκνόω make close perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμύκωται — μεκύκωται (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πεπύκνωται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το ρ. μυκῶμαι*] …   Dictionary of Greek

  • πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»