-
1 πεπτικος
31) (хорошо) переваривающий(κοιλία Arst.)
2) пищеварительный(δύναμις Arst.)
3) способствующий пищеварению(τὸ θερμόν Arst.)
-
2 πεπτικός
η, ό[ν] пищеварительный -
3 πεπτικός
[пэптикос] εκ. пищеварительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πεπτικός
-
4 πεπτικός
[пэптикос] επ пищеварительный. -
5 σωλήνας
[-ήν (-ήνος)] ο1) труба, трубка; патрубок; канал; 2) пробирка; 3) наконечник (полый); 4) шланг;ελαστικός σωλήνας — резиновый шланг;
5) воен, ствол (орудия);труба (миномёта, торпедного аппарата); 6) анат.:πεπτικός σωλήνας — пищевод;
αναπνευστικός σωλήνας — трахея
См. также в других словарях:
πεπτικός — able to digest masc nom sg πτίσσω winnow grain perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικός — ή, ό / πεπτικός, ή, όν, ΝΑ [πεπτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέψη, στην χώνευση 2. αυτός που διευκολύνει ή επιταχύνει την πέψη, χωνευτικός («πεπτικές ουσίες») νεοελλ. φρ. α) «πεπτικό σύστημα τού ανθρώπου» ανατ. οργανικό σύστημα το… … Dictionary of Greek
πεπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέψη: Το πεπτικό σύστημα των ζωντανών οργανισμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπτικά — πεπτικός able to digest neut nom/voc/acc pl πεπτικά̱ , πεπτικός able to digest fem nom/voc/acc dual πεπτικά̱ , πεπτικός able to digest fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικώτερον — πεπτικός able to digest adverbial comp πεπτικός able to digest masc acc comp sg πεπτικός able to digest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικῶν — πεπτικός able to digest fem gen pl πεπτικός able to digest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικόν — πεπτικός able to digest masc acc sg πεπτικός able to digest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικώτατον — πεπτικός able to digest masc acc superl sg πεπτικός able to digest neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικαῖς — πεπτικός able to digest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικαί — πεπτικός able to digest fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτικοῖς — πεπτικός able to digest masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)