-
1 αναπνευστικος
-
2 αναπνευστικός
η, ό[ν] дыхательный;αναπνευστικόςά όργανα — дыхательные органы;
αναπνευστικόςές ασκήσεις — дыхательные упражнения
-
3 αναπνευστικός
[*][анапнэфстикосεκ. дыхательный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναπνευστικός
-
4 αναπνευστικός
[*][анапнэфстикос. -
5 σωλήνας
[-ήν (-ήνος)] ο1) труба, трубка; патрубок; канал; 2) пробирка; 3) наконечник (полый); 4) шланг;ελαστικός σωλήνας — резиновый шланг;
5) воен, ствол (орудия);труба (миномёта, торпедного аппарата); 6) анат.:πεπτικός σωλήνας — пищевод;
αναπνευστικός σωλήνας — трахея
См. также в других словарях:
ἀναπνευστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνευστικός — ή, ό (Α ἀναπνευστικός, ή, όν) ο σχετικός με την αναπνοή ή ο κατάλληλος γι αυτήν … Dictionary of Greek
αναπνευστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αναπνοή ή είναι χρήσιμος σ αυτή: Η καλή κατάσταση του αναπνευστικού συστήματος είναι βασική προϋπόθεση για την υγεία του οργανισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναπνευστικά — ἀναπνευστικός of neut nom/voc/acc pl ἀναπνευστικά̱ , ἀναπνευστικός of fem nom/voc/acc dual ἀναπνευστικά̱ , ἀναπνευστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνευστικῶν — ἀναπνευστικός of fem gen pl ἀναπνευστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνευστικόν — ἀναπνευστικός of masc acc sg ἀναπνευστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνευστικαῖς — ἀναπνευστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνευστικοῖς — ἀναπνευστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνευστικοί — ἀναπνευστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνευστικοῦ — ἀναπνευστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπνευστικούς — ἀναπνευστικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)