Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πεπεράνϑαι

См. также в других словарях:

  • πεπεράνθαι — περαίνω bring to an end perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπερασμενάκις — Α επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»