-
1 πεντέ-κτενος
πεντέ-κτενος, Beiwort eines bunten Zeuges mit einem Purpursaum, bei Phot. v. περίνησα; vgl. Mein. Men. p. 34.
-
2 πεντέκτενος,
πεντέ-κτενος, u. πεντε-κτενής, ές, Beiwort eines bunten Zeuges mit einem Purpursaum -
3 πεντεκτενής
πεντέ-κτενος, u. πεντε-κτενής, ές, Beiwort eines bunten Zeuges mit einem Purpursaum
См. также в других словарях:
κατάκτενος — κατάκτενος, ον (Α) χτενισμένος με επιμέλεια («κατάκτενος κόμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτενος (< κτείς, κτενός «κτένα»), πρβλ. ά κτενος, πεντέ κτενος] … Dictionary of Greek
πεντέκτενος — ον, Α 1. αυτός που είναι υφασμένος στην παρυφή με πέντε πορφυρά νήματα και με τρόπο κυματιστό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεντέκτενα κοντοί χιτώνες υφασμένοι στην παρυφή τους με πέντε χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + κτενος (<… … Dictionary of Greek